Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

"Η Έλλη Παππά έφτιαξε μια ιστορία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της"

Η ιστορία που γράφει η Ελλη Παππά είναι δική της, πλαστογραφημένη, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της. Πρόσωπα και γεγονότα ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Μόνο εμείς μπορούμε να διαβάσουμε κάτω από τις αράδες της την αληθινή ιστορία της φυλακής επί των ημερών της, γιατί τη ζήσαμε στο πετσί μας.
Παιδιά με τις φυλακισμένες μητέρες τους στις φυλακές Αβέρωφ

Δεν θα ασχολούμασταν με το βιβλίο της Έλλης Παππά, αν δεν συνέβαινε να αναφέρεται στο μεγαλύτερο μέρος του σε γεγονότα της δεκαετίας του 1950, μέσα στις φυλακές Αβέρωφ.
Η συγγραφέας του βιβλίου έχοντας δεσμεύσει το Μουσείο Μπενάκη να το εκδώσει έξι μήνες μετά τον θάνατό της, καταδικάζει τελεσίδικα αγωνιστές στον πιο ατιμωτικό θάνατο, εκείνο του χαφιέ. Σε κανέναν δεν θα υποχρεωθει να δώσει απάντηση, έχοντας αποκλειστικά εκείνη τον λόγο ή μάλλον τον μονόλογο μέσα από το βιβλίο της.
Η συγγραφέας παραχαράσσει την Ιστορία. Εμφανίζεται ως θύμα του σταλινισμού, που γνώρισε το μίσος όλων, τους κατατρεγμούς και την πολιτική εξόντωση, γιατί υπερασπίστηκε την αθωότητα του Πλουμπίδη, που ο Ζαχαριάδης έβγαλε “χαφιέ”. Γι' αυτό ισχυρίζεται πως την καθαίρεσε νωρίς η ηγεσία του ΚΚΕ, δίνοντάς της όμως ταυτόχρονα την εντολή να κρατήσει μυστικό αυτό το γεγονός και να “βοηθάει τα κορίτσια”, δηλαδή τα μέλη του Γραφείου στο οποίο ήταν γραμματέας. Εκείνη πειθάρχησε, χάρην της ενότητας του κόμματος.

Πώς να αντικρούσει κανείς τέτοιον εξωφρενισμό; Θα ήταν τουλάχιστον έλλειψη σοβαρότητας.
Απλώς υπενθυμίζουμε ότι αυτό ισχυρίζεται στο βιβλίο που έγραψε ύστερα από χρόνια, επιδιώκοντας να φορτώσει τις ευθύνες της σε άλλους, ενώ εκείνη εμφανίζεται ως ανεύθυνη, καθαιρεμένη μυστικά.
Στην πραγματικότητα, η Ελλη Παππά καθαιρέθηκε φανερά το 1957 ως σταλινική, για τα πεπραγμένα της μέσα στις φυλακές Αβέρωφ. Και ας υποστηρίζει πάλι στο βιβλίο ότι για άλλη μια φορά υπήρξε θύμα, διότι υπερασπίστηκε τον Πλουμπίδη.
Η ιστορία που γράφει η Ελλη Παππά είναι δική της, πλαστογραφημένη, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της. Πρόσωπα και γεγονότα ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα.
Μόνο εμείς μπορούμε να διαβάσουμε κάτω από τις αράδες της την αληθινή ιστορία της φυλακής επί των ημερών της, γιατί την ζήσαμε στο πετσί μας.
Και ας ξεκινήσουμε από την ίδια.


Μαθήτριες, κρατούμενες στις φυλακές Αβέρωφ

Ποια ήταν η Έλλη Παππά, όπως την γνωρίσαμε από την στιγμή που μπήκε στο προαύλιο της φυλακής στις 29 Ιουλίου 1951;
Ήταν η Έλλη Ιωαννίδου, μια μικρόσωμη τριαντάχρονη γυναίκα, σε προχωρημένη εγκυμοσύνη -γέννησε στις 23 Αυγούστου-, παντρεμένη με τον Ηλία Ιωαννίδη, στέλεχος του ΚΚΕ , που μετά την ήττα στον εμφύλιο βρισκόταν σε κάποια από τις τότε λαϊκές δημοκρατίες. Μεσαίο στέλεχος η ίδια, στον τομέα της διαφώτισης από τις αρχές του 1945, ήταν επικεφαλής ενός φροντιστηρίου που δίδασκε μαρξιστικά μαθήματα σε μεσαία και κατώτερα στελέχη.
Τίποτα από αυτά δεν ήταν τότε υπό αμφισβήτηση. Το αντίθετο μάλιστα. Επέμενε πολλές φορές να μας τα υπενθυμίζει φορτικά, ενοχλητικά. Αυτά βέβαια μόνο για μερικούς μήνες. Ύστερα θα τα ξεχάσει ολότελα και θα απαιτήσει από μας να κάνουμε το ίδιο, να τα σβήσουμε, όπως εξαφάνιζε ο Στάλιν κάποια πρόσωπα από τις φωτογραφίες.
Η Ελλη Παππά για πέντε περίπου μήνες, το 1950, υπήρξε σύνδεσμος ανάμεσα στον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη που ήταν παράνομοι. Καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο, αλλά δεν εκτελέστηκε γιατί είχε μωρό παιδί.
Τον δεσμό της με τον Μπελογιάννη, που εμείς μάθαμε δύο ημέρες μετά την εκτέλεσή του, θα τον χρησιμοποιήσει χωρίς καθυστέρηση για την προβολή της, τους μύθους της και την ανέλιξή της, προκλητικά, προσβλητικά, ακόμα και για εκείνον.
Από τα μέσα του 1949, γραμματέας της Ομάδας της φυλακής ήταν η Καίτη Ζεύγου, τριανταπεντάχρονη τότε δασκάλα, παλιά αγωνίστρια καταδικασμένη δύο φορές σε θάνατο, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, μία από τις πέντε εθνοσυμβούλους - βουλευτίνες της κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας, στην Κατοχή.
Τη θυμόμαστε με αγάπη. Μαζί της είχαμε πάρει μια ανάσα, αλλά τα καλά κρατούν λίγο.
Αργά, μεθοδικά, όπως περιγράφει από κεφάλαιο σε κεφάλαιο στο βιβλίο της, η Ελλη Παππά, με κτυπήματα κάτω από τη μέση, θα οδηγήσει την Ζεύγου στην απομόνωση, με την ρετσινιά του χαφιέ , όπως και τη Μαργαρίτα Κωτσάκη, παλιά κομμουνίστρια.
Λίγο καιρό μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη, η Έλλη Παππά διορίζεται, από την έξω οργάνωση, γραμματέας του Γραφείου της ομάδας των κρατουμένων.
Δική της απόφαση ήταν η οργάνωση επίσημου μνημόσυνου κάθε χρόνο, στην επέτειο της εκτέλεσης του Μπελογιάννη.
Και οι άλλοι νεκροί;
Στο τέλος του 1950, στη φυλακή, είμασταν 760 κρατούμενες, ανάμεσά μας 120 μελλοθάνατες και 30 παιδάκια μέχρι τριών χρονών.
Ποσοι ήταν οι νεκροί μας; 30 στον πόλεμο της Αλβανίας, 50 στην Κατοχή, 150 στον Εμφύλιο. Τι αναλογούσε σε όσες είχαν χάσει δικούς τους ανθρώπους; Από ένα μέχρι έντεκα θύματα. Τόσοι ήταν οι εκτελεσμένοι της Βασιλικής Κουσάντρα, που έμεινε ολομόναχη.
Και δεν ήταν η μόνη.
Ως γραμματέας του Γραφείου της ομάδας γυναικών, η Ελλη Παππά οργάνωσε άμιλλες, πλάνα κατά τα σοβιετικά πρότυπα, καθιέρωσε διακρίσεις , βραβεία Άλμπατρος (πουλί της καταιγίδας) όπως ονόμασε ο Ζαχαριάδης τον Μπελογιάννη. Η ίδια έγραψε στίχους που έγιναν τραγούδι και το τραγουδούσαν οι κρατούμενες.
Να και η τελευταία του στροφή :
“Κάθε βόλι το κάνουμε τραγούδι
κι απ' τη σκλαβιά μας βλασταίνει ο ανθός
της νιάς ζωής που στεριώνουν και θα χτίζουν
λεβέντρες που ζήσανε σαν Αλμπατρος”.
“Λεβέντρες” ήμασταν εμείς οι κρατούμενες, τέσσερα χρόνια μετά τη συντριπτική ήτττα, που κάναμε κάθε βόλι τραγούδι.
Όλα αυτά και άλλα πολλά ανεκδιήγητα, τα καυτηριάζει στο βιβλίο της και τα φορτώνει στα μέλη του Γραφείου της, τα οποία κατονομάζει και κατηγορεί δριμύτατα.
Στο βιβλίο κατακεραυνώνει τον σταλινισμό, που αλλοτριώνει τον άνθρωπο, σπιλώνει υπολήψεις, κατασκευάζει χαφιέδες, ενώ στην πράξη, όπως την ζήσαμε εμείς, τον εφάρμοζε με τις χειρότερες μεθόδους του.
Αναζητούσε παντού φραξιονίστριες, αντιηγετικές, ύποπτες, όργανα της ασφάλειας, οργανωμένα δίκτυα που δρούσαν μέσα στη φυλακή και έξω στις οργανώσεις, και σε ένα επισκεπτήριο ζήτησε από τον Βασίλη Ευφραιμίδη, βουλευτή της ΕΔΑ, κοινή δράση για τον εντοπισμό κάποιου κυκλώματος (σελ 131). Φυσικά εκείνος την αγνόησε και εκείνη τον μίσησε.
Στην ιστορία της, που χρόνια χτίζει πετραδάκι-πετραδάκι, αναποδογυρίζει γεγονότα, γράφει άσχετα παραμύθια, ρίχνει την ευθύνη της σε άλλους και ό,τι δεν μπορεί να βολέψει, το εξαφανίζει, όπως την συγκρατούμενή μας Γλυκερία Παγουλάτου, που δεν θα την συναντήσουμε πουθενά στις σελίδες του βιβλίου.
Της είχε αναθέσει να ανακαλύψει κάποιες ύποπτες για χαφιεδισμό και όταν η Γλυκερία τής δήλωσε ότι δεν βρήκε πουθενά ύποπτες και θα σταματήσει να ψάχνει, της επέβαλε την ποινή της σιωπής. Έτσι, εβδομάδες ολόκληρες κυκλοφορούσε μουγγή, συνοδεία δύο “μπάτσων” της επαγρύπνησης, ώσπου κόντεψε να χάσει και τη φωνή της και το μυαλό της.
Δεν θα συναντήσουμε ούτε τη Φαιναρέτη Κοκκόλη, να παίρνει μόνη της το φαγητό της, να τρώει μόνη της εκτός παρέας -στη φυλακή η παρέα σου είναι η οικογένειά σου- έρημη, αποσυνάγωγη.
Άφαντες και η Ντίνα, η Ελευθερία, η Ουρανία, η Κατίνα, η Ολυμπία και τόσες άλλες, θύματα όλες της χαφιεδολαγνείας και της μανίας της για πλήρη ισοπέδωση και υποταγή στο ιερατείο.
Εύλογα θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: Όλα αυτά, οι κρατούμενες τα δεχόντουσαν βουβά, υποτακτικά και αδιαμαρτύρητα; Όχι βέβαια.
Υπήρχαν μάλιστα φορές που η φυλακή τραντάχτηκε συνθέμελα, αντιδρώντας στον παραλογισμό και την καταπίεση.
Αυτά τα ελάχιστα για την Ιστορία, που κανένας δεν έχει δικαίωμα να παραχαράζει.

Αθηνά Βασίλα Ματράγκα, καταδικασμένη σε θάνατο, έμεινε στη φυλακή 10 χρόνια.  
Κατίνα Βασιλιά Σαπουντζή, καταδικασμένη πεντε φορές ισόβια, έμεινε στη φυλακή 9 χρόνια.  
Βαγγελιώ Γεωργαντά Φραντζεσκάκη, καταδικασμένη σε θάνατο, έμεινε στη φυλακή 10 χρόνια.  
Αντιγόνη Δαμιανάκου, καταδικασμένη σε θάνατο, έμεινε στη φυλακή 4 χρόνια.  
Ελένη Κυβέλου Καμουλάκου, καταδικασμένη 14 χρόνια, έμεινε στη φυλακή 7.  
Μαίρη Μπίκια Αρώνη, καταδικασμένη 20 χρόνια έμεινε στη φυλακή 11.  
Ουρανία Νιζαμίδου, καταδικασμένη σε ισόβια, έμεινε στη φυλακή 6,5 χρόνια.  
Ολυμπία Παπαδοπούλου Βασιλάκου, καταδικασμένη σε θάνατο, έμεινε στη φυλακή 9 χρόνια.  
Αργυρώ Σεφερλή, καταδικασμένη σε 20 χρόνια, έμεινε στη φυλακή 6,5. 

Από Αυγή 

Η πολιτική διαθήκη της Έλλης Παππά 
Στις αρχές του 2003, στα εγκαίνια του Αττικού Τύμβου στη Σωτηρία, συνάντησα την παλιά συγκρατούμενή μου στις Φυλακές Αβέρωφ Έλλη Παππά. Κουβεντιάζοντας μου ζήτησε να ιδωθούμε γιατί ήθελε να της διευκρινίσω ορισμένα κενά που είχε σχετικά με τα χρόνια της παρανομίας 1949-50 που και οι δυο τα είχαμε ζήσει.
Όταν συναντηθήκαμε, ανάμεσα σε άλλα, η Έλλη μου μίλησε για τη βεβαιότητά της πως ο Ακριτίδης είχε γίνει χαφιές, στηριζόμενη σε συζήτησή της με τον αστυνόμο Κροντήρη στα κρατητήρια της Ασφάλειας. Επέμενε μάλιστα στον συλλογισμό της λέγοντάς μου πως ήταν και άποψη του Μπελογιάννη.
Γνώριζα τον Νίκο Ακριτίδη από τα χρόνια της Αντίστασης. Είχε μόλις αποδράσει από την Ακροναυπλία, όπου εκρατείτο ως νεολαίος της ΟΚΝΕ, και αμέσως είχε ενταχθεί στην ΕΠΟΝ, όπου δούλεψε έκτοτε.
Είπα λοιπόν στην Έλλη πως τα στοιχεία που στήριζε μια τέτοια σοβαρή κατηγορία κατά του Ακριτίδη είναι ανεπαρκή και πως δεν συμφωνώ ούτε με τους συλλογισμούς ούτε με τα συμπεράσματά της.
Σήμερα, διαβάζοντας το βιβλίο της, είδα πως όχι μόνο επιμένει στην πιο πάνω κατηγορία κατά του Ακριτίδη, επικαλούμενη τη συζήτησή της με τον αστυνόμο Κροντήρη, αλλά προσθέτει και νέο επιβαρυντικό στοιχείο σε βάρος του: Ότι ο Ακριτίδης επρόκειτο να έρθει στην Αθήνα παραμονές Χριστουγέννων του 1950 για να συναντηθεί αμέσως μετά την άφιξή του με τον Νίκο Μπελογιάννη. Ότι το σπίτι που του είχαν δώσει για τη συνάντηση αυτή είχε «χτυπηθεί» και ότι ο Ακριτίδης, που δεν ήξερε το γεγονός αυτό, ούτε τη σύλληψη του Μπελογιάννη, πήγε στο σπίτι, πιάστηκε και στη Ασφάλεια που οδηγήθηκε τον «ψώνισαν» και έγινε χαφιές. Τόσο απλά…
Αξίζει ωστόσο, έτσι για την ιστορία, να παρεμβάλω μια άλλη μαρτυρία για τον Ακριτίδη, που αναφέρεται από τους συνεργαζόμενους τότε μαζί του Επονίτες, αμέσως μετά την απόλυσή τους απ’ το Μακρονήσι, Μπριλλάκη, Κατερίνη και Παρασκευόπουλο, σε βιβλίο για τον Αντώνη Μπριλλάκη που εκδόθηκε πρόσφατα. Αναφέρεται λοιπόν σ’ αυτό ότι ο Ακριτίδης είχε έρθει στην Ελλάδα τον Νοέμβριο 1950, ότι συνεργαζόταν με τον επικεφαλής των τριών Αντώνη Μπριλλάκη και ότι όταν έγιναν οι συλλήψεις Μπελογιάννη (Δεκέμβρης 1950) ο Μπριλλάκης του βρήκε σπίτι μέσω ανεξάρτητου μηχανισμού, που ο Ακριτίδης το χρησιμοποίησε έκτοτε για μεγάλο διάστημα. Και παρακάτω: Η επαφή με τον Νίκο Ακριτίδη διακόπηκε στη διάρκεια του 1952, λίγο μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συγκατηγορουμένων του λόγω της συνεχούς ασφυκτικής πίεσης των διωκτικών αρχών (Αντώνης Μπριλλάκης, Εκδόσεις Λιβάνη, σελ. 33, 34 και 35). Αυτά για την ιστορία και για προβληματισμό.
Σήμερα ο Ακριτίδης είναι πια νεκρός, όπως και ο Βαβούδης και ο Σπανός και τόσοι άλλοι αγωνιστές που καταγγέλλονται απ’ την Έλλη στο βιβλίο της ως χαφιέδες και πράκτορες της Ασφάλειας. Κανένας απ’ αυτούς δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Η Έλλη Παππά υπήρξε μια γυναίκα με αδιαμφισβήτητες ικανότητες και ταλέντα. Είχε διαβάσει πολύ και έγραφε άνετα και καλά κι αυτό φαίνεται απ’ το πλήθος των βιβλίων και των γραπτών που άφησε. Είχε γενναία στάση και στην Ασφάλεια και στο στρατοδικείο. Εξάλλου, επειδή ο Μπελογιάννης ήταν ο πρώτος αγωνιστής που ερχόταν απ’ τις ανατολικές χώρες για να δουλέψει παράνομα στην Ελλάδα, με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και των άλλων ΚΚ αναπτύχθηκε μια πρωτοφανής εκστρατεία για τη σωτηρία τους και η υπόθεσή τους προβλήθηκε όσο καμιά άλλη. Έζησε την τραγωδία των εκτελέσεων, χωρίς βέβαια να είναι η μόνη. Όλα αυτά βέβαια υπήρξαν. Δεν της δίνουν όμως κανένα δικαίωμα να υποβαθμίζει τη στάση και τους αγώνες των άλλων στις πιο πολλές περιπτώσεις αφανών και πολύ περισσότερο να θεωρεί όλους συλλήβδην ανίκανους, ύποπτους και χαφιέδες.
Διαβάζοντας λοιπόν το βιβλίο της αναρωτήθηκα σε ποιους απευθύνεται μ’ αυτό η Έλλη.
Όχι βέβαια στη φευγάτη πια γενιά της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου. Σ’ αυτούς που έζησαν το αποτρόπαιο καθεστώς της «χαφιεδολογίας», αλλά διαπαιδαγωγημένοι με μια θρησκευτική πίστη στις εκάστοτε ηγεσίες (φαινόμενο παγκόσμιο τότε, που σφράγισε τον 20ο αιώνα), αποδέχθηκαν τις ατιμωτικές κατηγορίες σε βάρος αγνών αγωνιστών, που λοιδωρήθηκαν, διαπομπεύτηκαν ή εξοντώθηκαν βιολογικά. Και που με συντριβή διαπίστωσαν αργότερα ότι οι κατηγορίες αυτές ήταν ασύστατες, ότι εκπορεύτηκαν από αδίστακτες ηγεσίες, για να καλύψουν την ανεπάρκεια, τις ήττες και τις φιλοδοξίες τους. Όλοι αυτοί γνώριζαν και πολλά θα είχαν να καταμαρτυρήσουν.
Ούτε βέβαια στην επόμενη γενιά απευθύνεται με το βιβλίο της η Έλλη. Σ’ αυτούς που γαλουχήθηκαν με το μεγαλείο της Αντίστασης, έμαθαν για την τραγωδία των συκοφαντημένων αγωνιστών, αλλά και για το γκρέμισμα των ειδώλων και τη διάψευση των οραμάτων.
Νομίζω τελικά πως η Έλλη με το βιβλίο της απευθύνεται στους σημερινούς νέους ή και μεγαλύτερους, που είναι ανίδεοι για την ιστορία του αριστερού κινήματος, άσχετοι και αδιάφοροι γι’ αυτό, που θα διαβάσουν το βιβλίο σαν ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα για να θαυμάσουν και να δικαιώσουν τη συγγραφέα του.
Πιστεύω πως οι ιστορικοί θα μελετήσουν το φαινόμενο της «χαφιεδολογίας», που ταλαιπώρησε και σημάδεψε το αριστερό κίνημα και που σήμερα νεκρανασταίνεται με το βιβλίο της Έλλης, θα μελετήσουν τις αιτίες που το γέννησαν και τις συνέπειες που αυτό είχε.

Της Φώφης Λαζάρου
Από Αυγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου