«Απόψε θα γίνει Ταϊλάνδη» φώναζαν οι εξεγερμένοι του Πολυτεχνείου το 1973. Τι συνδέει όμως τα «κόκκινα πουκάμισα» της Μπαγκόκ με τα τρέχοντα απεργιακά οδοφράγματα της Αθήνας;
Επιθυμώντας να ξεφύγει από την πολιτική ένταση που επικρατούσε στην Μπανγκόκ, μια ευκατάστατη Ταϊλανδή αποφάσισε τον περασμένο μήνα να ταξιδέψει σε χώρες μακρινές κι εξωτικές. Το αεροπλάνο της προσγειώθηκε στην Αθήνα λίγες μόνο ώρες πριν από τη γενική απεργία, τη γιγάντια διαδήλωση και τις αιματηρές οδομαχίες της 5ης Μαΐου. Συνειδητοποίησε έτσι πως η χώρα της δε συνιστά μεμονωμένη περίπτωση και πως ο πόλεμος που οι «έχοντες και κατέχοντες» έχουν κηρύξει στον κόσμο της εργασίας διεξάγεται πλέον σε παγκόσμια κλίμακα.
Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύθηκε στις 17 Μαΐου στην εφημερίδα «Nation» της Μπανγκόκ, στην τολμηρή (για τα εκεί δεδομένα) στήλη Chang Noi. Αγνοούμε φυσικά αν πρόκειται για πραγματικό περιστατικό ή για επινόηση του συντάκτη. Ο συσχετισμός όμως ανάμεσα στις λαϊκές εξεγέρσεις των δυο χωρών δεν γίνεται για πρώτη φορά. Βασική πηγή έμπνευσης για το δικό μας «Πολυτεχνείο» υπήρξε π.χ. η νικηφόρα αντιδικτατορική φοιτητική εξέγερση του Οκτωβρίου του 1973 στη Μπανγκόκ – εξ ού και το σύνθημα «Ταϊλάνδη» στην πύλη και τους τοίχους του κατειλημμένου ΕΜΠ. Εκτοτε, βέβαια, η ιστορική εξέλιξη των δυο χωρών υπήρξε αρκετά διαφορετική. Εμείς ζήσαμε μετά το 1974 σε μια κανονική κοινοβουλευτική δημοκρατία, ενώ στην Ταϊλάνδη το δημοκρατικό κίνημα εξακολουθεί να παλεύει με τους γνωστούς μηχανισμούς: στρατιωτικά πραξικοπήματα, ανακτορικές παρεμβάσεις, κοινοβουλευτικές αποστασίες, θεωρητικοποίηση της «περιορισμένης» λαϊκής κυριαρχίας στο όνομα της εθνικής «ιδιαιτερότητας».
Εκτός από τις οφθαλμοφανείς διαφορές υπάρχουν, ωστόσο, και κάποιες ομοιότητες. Οχι μόνο η αυξανόμενη εξάρτηση των δυο οικονομιών απ’ το τουριστικό συνάλλαγμα που, όπως επισημαίνει κι ο Chang Noi, παρήγαγε μια συγκεκριμένη κουλτούρα «εισοδηματία» στις αντίστοιχες άρχουσες τάξεις. Καταλυτική για τις εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας στην Ταϊλάνδη υπήρξε, όπως θα δούμε, η απόπειρα εξόδου από την κρίση του 1997 χωρίς να θιγούν τα υπερκέρδη των ντόπιων και ξένων τραπεζών. Στο αίμα που κυλά στους δρόμους της Μπανγκόκ μπορεί, ως εκ τούτου, να καθρεφτίζεται και κάτι από το δικό μας μέλλον.
«Πολυτεχνεία» της Απω Ανατολής
Βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής ζωής στην Ταϊλάνδη είναι η συσσίφεια κυκλικότητα των αντιδικτατορικών εξεγέρσεων και των βραχύβιων δημοκρατικών ανοιγμάτων που, νομοτελειακά σχεδόν, καταλήγουν σε στρατιωτικά ή κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα.
Η αρχή έγινε το φθινόπωρο του 1973. Μέχρι τότε τη χώρα κυβερνούσαν είτε απόλυτοι μονάρχες είτε -από το 1932- βασιλευόμενες στρατιωτικές χούντες, με τελευταία την οικογενειακή δικτατορία των «τριών τυράννων». Συνδικάτα και πολιτικά κόμματα είχαν τεθεί εκτός νόμου στο όνομα της «εθνικής ασφάλειας» και της «ανάπτυξης», ενώ στην ύπαιθρο ο στρατός αντιμετώπιζε ένα κομμουνιστικό αντάρτικο χαμηλής έντασης ισοπεδώνοντας χωριά κι εξαφανίζοντας τους αντιφρονούντες μέσα σε φλεγόμενα βαρέλια πετρελαίου.
Το όλο σύστημα αντλούσε τη νομιμοποίησή του κυρίως από το βασιλικό θεσμό, η λατρεία του οποίου οργανώθηκε μεθοδικά από τους στρατιωτικούς κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Οσο για την οικονομική ανάπτυξη, αυτή στηρίχθηκε κυρίως στην αμερικανική στρατιωτική παρουσία (παράπλευρη συνέπεια του πολέμου στο γειτονικό Βιετνάμ) και τη συνακόλουθη έκρηξη της τουριστικής βιομηχανίας.
Μια παράπλευρη συνέπεια αυτής της εξέλιξης, ο επταπλασιασμός του φοιτητικού πληθυσμού μεταξύ 1961 και 1972, υπονόμευσε ωστόσο αναπάντεχα τη βιωσιμότητα του καθεστώτος: μπολιασμένο με τα κηρύγματα αμφισβήτησης που διαπερνούσαν διεθνώς το φοιτητόκοσμο της εποχής, το δυναμικότερο κομμάτι της νέας γενιάς βγήκε στους δρόμους ζητώντας δημοκρατικές ελευθερίες και κοινωνική δικαιοσύνη. Διεκδικήσεις αρκετά ελκυστικές στη μεσαία τάξη, καθώς τα πρώτα σημάδια της οικονομικής κρίσης (και τα όρια του προηγούμενου αναπτυξιακού μοντέλου) διαφαίνονταν ήδη στον ορίζοντα.
Η έκρηξη ήρθε το φθινόπωρο του 1973, με αφορμή τη σύλληψη της ηγεσίας του φοιτητικού κινήματος. Στις 14 Οκτωβρίου η επίθεση της αστυνομίας σε μια διαδήλωση 50.000 πυροδότησε γενικευμένη εξέγερση, με συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων της πρωτεύσουας, καταλήψεις και πυρπολήσεις δημόσιων κτιρίων, συγκρούσεις με το στρατό και πάνω από 350 νεκρούς. Η αδυναμία καταστολής του πλήθους προκάλεσε την παρέμβαση του βασιλιά, παραίτηση της κυβέρνησης και διορισμό μεταβατικής κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον πρύτανη του πανεπιστημίου.
Ακολούθησε ένα τριετές δημοκρατικό άνοιγμα, με τη «γενιά του Οκτώβρη» να πρωταγωνιστεί σ’ ένα πρωτόγνωρο κύμα ριζοσπαστικοποίησης κι αμφισβήτησης των παραδοσιακών αυταρχικών δομών. Στα πανεπιστήμια κυριάρχησαν οι δυνάμεις της Αριστεράς, καταργήθηκαν τα πατροπαράδοτα καψόνια των πρωτοετών κι οργανώθηκαν εκστρατείες «διαφώτισης» της υπαίθρου για τους νέους δημοκρατικούς θεσμούς (αλλά και, αντίστροφα, των ίδιων των φοιτητών για τα προβλήματα και τις ανάγκες των χωρικών). Ακόμη πιο εντυπωσιακή υπήρξε η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, με τη νομιμοποίηση των συνδικάτων κι ένα κύμα διεκδικητικών απεργιών. Στο χώρο του πολιτισμού άνθισαν μια σειρά τεχνοτροπίες καταδικασμένες ως τότε στη σιωπή – από το «σοσιαλιστικό ρεαλισμό» μέχρι τις αντεργκράουντ δυτικότροπες αναζητήσεις. Στο πεδίο τέλος των εξωτερικών σχέσεων, μαχητικές κινητοποιήσεις επέβαλαν το διώξιμο των αμερικανικών βάσεων. Η αλλαγή επισφραγίστηκε με τις εκλογές του Ιανουαρίου 1975, που κατέγραψαν συντριπτική νίκη των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων κι αξιόλογη παρουσία των κομμάτων της Αριστεράς (14,4% των ψήφων).
Τα ερείσματα του παλιού καθεστώτος είχαν κλονιστεί, όχι όμως και ανατραπεί. Σύντομα πέρασαν στην αντεπίθεση. Ένα δίκτυο παραστρατιωτικών μηχανισμών, από τους «προσκόπους» (που τελούσαν υπό την αιγίδα της Αυλής) μέχρι τις καθαρά φασιστικές ομάδες «Κόκκινοι Βούβαλοι» και «Ναουαπόν» (που οργάνωσε η «Διοίκηση Επιχειρήσεων Εσωτερικής Ασφαλείας» του στρατού με τη βοήθεια της CIA), εξαπέλυσε ένα κύμα παρακρατικής τρομοκρατίας στην ύπαιθρο, εμποδίζοντας τη νόμιμη λειτουργία των προοδευτικών οργανώσεων και δολοφονώντας τους «υποκινητές» της κοινωνικής αναταρραχής. Ενα προπαγανδιστικό μπαράζ περί «ερυθρού κινδύνου» έσπρωξε στην αγκαλιά της ακροδεξιάς τα αστικά μεσοστρώματα που δυσφορούσαν για τις εργατικές διεκδικήσεις και την αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών, ενώ μερίδα του βουδιστικού κλήρου κήρυξε επίσημα πως ο φόνος των «κομμουνιστών» δεν συνιστά ανθρωποκτονία αλλά κοινωφελές έργο.
Ο κύκλος έκλεισε στις 6 Οκτωβρίου 1976, όταν ειδικές δυνάμεις του στρατού και της αστυνομίας εισέβαλαν μαζί με εκατοντάδες ένοπλους παρακρατικούς στο κατειλημμένο πανεπιστήμιο Ταμασάτ της Μπανγκόκ, σκοτώνοντας δεκάδες φοιτητές και συλλαμβάνοντας άλλους 3.000. Το ίδιο απόγευμα επιβλήθηκε στρατιωτική δικτατορία, τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα τέθηκαν εκτός νόμου, τα αριστερά και κεντροαριστερά έντυπα έκλεισαν, 204 βιβλία απαγορεύθηκαν κι ολόκληρες βιβλιοθήκες κάηκαν δημόσια. Η φωτογραφία των λιντσαρισμένων φοιτητών που κρέμονται από τα δέντρα του πανεπιστημιακού πάρκου, ενώ οι εκτελεστές τους χαμογελούν στο φακό, αποτελεί μέχρι σήμερα το ταϊλανδέζικο ισοδύναμο του «δικού μας» τανκ μπροστά στο Πολυτεχνείο.
«Κοινοβουλευτική» στρατοκρατία
Με τη δομική αντιπολίτευση εκτός μάχης, η κοινωνική συμμαχία που επέβαλε το «χιλιανό μοντέλο» παραχώρησε τη θέση της σε αποκλίνουσες μακροπρόθεσμες στρατηγικές. Η ανάγκη εξουδετέρωσης του κομμουνιστικού αντάρτικου, στις γραμμές του οποίου κατέφυγαν χιλιάδες καταδιωκόμενοι φοιτητές, επέβαλε σύντομα μια μετριοπαθέστερη πορεία.
Η ακροδεξιά χούντα του δικαστή Τανίν Κραϊουιτσιέν αντικαταστάθηκε έτσι από ένα ψευδοκοινοβουλευτικό καθεστώς, όπου ο ένας στρατηγός διαδεχόταν τον άλλο στην πρωθυπουργία. Πραγματικός ισχυρός άντρας της χώρας όλα αυτά τα χρόνια, ο στρατηγός Πρεμ Τινσουλανόντα ανέλαβε μετά την πρωθυπουργία (1980-88) τη διεύθυνση του ανακτορικού μυστικοσυμβουλίου, θέση που διατηρεί μέχρι σήμερα.
Την ίδια περίοδο το αντάρτικο εξουδετερώθηκε πολιτικά, χάρη σε μια ευέλικτη εξωτερική πολιτική (που αξιοποίησε την ενδοκομμουνιστική σύρραξη Κίνας-Βιετνάμ και τις συνακόλουθες εσωτερικές τριβές του ΚΚΤ) και την παροχή γενικής αμνηστίας στους «μεταμεληθέντες συμμορίτες». Αντιμέτωποι με το δογματισμό και τα απαρχαιωμένα ήθη μιας κομματικής ηγεσίας που είχε διαπαιδαγωγηθεί σε εντελώς διαφορετικό πολιτικό και πολιτιστικό περιβάλλον, οι περισσότεροι από τους επιζήσαντες της «γενιάς του Οκτώβρη» εγκατέλειψαν τελικά τη ζούγκλα για να επανενταχθούν στη σύγχρονη ταϊλανδέζικη κοινωνία, που με εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης εξελισσόταν σε μια από τις βιομηχανικές «τίγρεις» της Ασίας.
Η αυξανόμενη επιρροή επιχειρηματιών και ξένων επιχειρηματιών στην κυβέρνηση Τσατιτσάι ώθησε τους στρατιωτικούς να ξαναπάρουν την εξουσία με πραξικόπημα το Φεβρουάριο του 1991. Η παρέκκλιση αυτή από τον ελεγχόμενο κοινοβουλευτισμό αποδείχθηκε όμως βραχύβια. Το Μάιο του 1992, μαζικές αντιδικτατορικές διαδηλώσεις συγκρούστηκαν με το στρατό με 52 τουλάχιστον νεκρούς. Διαπιστώνοντας πως τα εξαγριωμένα πλήθη δεν διαλύονταν, ο βασιλιάς έσπευσε να επιβάλει από τηλεοράσεως την «εθνική συμφιλίωση». Ο αρχηγός του στρατού αποσύρθηκε από την πρωθυπουργία με το αζημίωτο (ως διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας που ανέλαβε το εκσυγχρονισμό του τηλεφωνικού δικτύου της πρωτεύουσας) κι ένας επιχειρηματίας, πρώην διπλωμάτης, ανέλαβε να οδηγήσει τη χώρα στη «δημοκρατία».
Τελικό αποτέλεσμα ήταν το Σύνταγμα του 1997, το μοναδικό που θεσπίστηκε από εκλεγμένο σώμα σε όλη την ιστορία της Ταϊλάνδης. Ηταν επίσης το πρώτο -και το τελευταίο- που πρόβλεπε το δικαίωμα (και την υποχρέωση) αντίστασης των πολιτών σε κάθε απόπειρα βίαιης κατάλυσής του.
Η θεσμική αυτή τομή δεν επέφερε, πάντως, άμεση αναζωογόνηση των δημοκρατικών θεσμών. Τέσσερεις μήνες μετά τη σφαγή, οι βουλευτικές εκλογές του 1992 χαρακτηρίστηκαν από γενικευμένη αδιαφορία: μολονότι η κυβέρνηση ξόδεψε 344.000 δολάρια σε διαφημίσεις για να πείσει τον κόσμο να προσέλθει στις κάλπες, σημείωνε προβληματισμένος ο ανταποκριτής του Ρόιτερ (18.8.92), τελικά μόλις «1.580.000 κάτοικοι της Μπανγκόκ πήγαν να ψηφίσουν, ενώ στο αποκορύφωμα των ταραχών μισό εκατομμύριο μετείχαν στις διαδηλώσεις».
Την πειστικότερη εξήγηση επ’ αυτού έδωσε, στην ίδια ανταπόκριση, ένας λέκτορας της τοπικής σχολής ΜΜΕ: «Οι άνθρωποι δεν πρόκειται να ψηφίσουν όσο πιστεύουν πως αυτό δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα». Οι εξελίξεις των επόμενων χρόνων θα τον επιβεβαιώσουν και με το παραπάνω.
Τραπεζίτες και «λαϊκιστές»
Η κατάρρευση των χρηματιστηρίων της Απω Ανατολής το 1997, και η συνακόλουθη παρέμβαση του ΔΝΤ για τη «σωτηρία της οικονομίας» (διάβαζε: των τραπεζών) της Ταϊλάνδης με βάση τις γνωστές συνταγές, είχαν ως μεσοπρόθεσμο αποτέλεσμα την έντονη πολιτικοποίηση της κοινωνίας.
Στις εκλογές του 2001 νικητής αναδείχθηκε το κόμμα «Οι Ταϊλανδοί αγαπούν τους Ταϊλανδούς» (Thai Rak Thai ή TRT) του πολυεκατομμυριούχου επιχειρηματία κινητής τηλεφωνίας Ταξίν Σιναουάτρα. Ηταν το πρώτο κόμμα στην ιστορία της χώρας που κατέβηκε σε εκλογές με συγκεκριμένες κοινωνικές επαγγελίες, που απέσπασαν τη υποστήριξη των λαϊκών στρωμάτων: ένα φτηνό σύστημα υγείας προσιτό σε όλους κι ένα κεϋνσιανό πρόγραμμα κρατικής χρηματοδότησης των κοινοτήτων για την ανάπτυξη της απασχόλησης σε τοπικό επίπεδο. Η εκπλήρωσή τους οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη νίκη του TRT στις επόμενες εκλογές (2005).
Η κυβέρνηση Ταξίν είχε φυσικά και σκοτεινές πλευρές: μπόλικη διαφθορά, χοντροκομμένη φοροδιαφυγή του ίδιου του πρωθυπουργού και των συνεταίρων του, νεοφιλελεύθερο ξεπούλημα μιας σειράς δημόσιων επιχειρήσεων, τρομαχτικές παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων στους εσωτερικούς πολέμους κατά «των ναρκωτικών» και της «ισλαμικής τρομοκρατίας». Αυτό που τη διαφοροποιούσε από τους προκατόχους της ήταν ωστόσο οι παροχές προς τις λαϊκές τάξεις, τις οποίες οι θεματοφύλακες της παραδοσιακής πολιτικής κατήγγειλλαν σαν «υπερβολικά δαπανηρές» και «υπονομευτικές για την κοινωνική πειθαρχία».
Μπροστά στην αδυναμία τους να ανατρέψουν τους «λαϊκιστές» με δημοκρατικά μέσα, αυτοί οι θεματοφύλακες έβαλαν μπρος μια εξωκοινοβουλευτική στρατηγική κατάλυσης της δημόσιας τάξης με σκοπό τη «νομιμοποίηση» ενός νέου στρατιωτικού πραξικοπήματος.
Μια «Λαϊκή Συμμαχία για τη Δημοκρατία» (PAD), ευρύτερα γνωστή σαν τα «Κίτρινα Πουκάμισα», συγκροτήθηκε γι’ αυτό το σκοπό στις αρχές του 2006 υπό την καθοδήγηση και χρηματοδότηση του μεγιστάνα Σόντι Λιμτονγκούν.
Παλιός συνεταίρος και «κατά κάποιον τρόπο η αποτυχημένη εκδοχή του Ταξίν», σύμφωνα με το Radio France International (27.8.08), ο τελευταίος τα έσπασε με τον πρωθυπουργό του TRT όταν οι κρατικές τράπεζες σταμάτησαν να δανειοδοτούν τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις του. Ως ιδιοκτήτης του δορυφορικού τηλεοπτικού καναλιού ASTV, την τελευταία πενταετία συντονίζει τη μάχη κατά της «διαφθοράς» και του «λαϊκισμού», προπαγανδίζοντας ένα ελιτίστικο πολιτικό σύστημα όπου μόνο το 30% των βουλευτών θα εκλέγεται ενώ το 70% θα διορίζεται από απροσδιόριστες «οργανώσεις που αντιπροσωπεύουν την κοινωνία».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η εν γένει φιλοσοφία των «κίτρινων». «Το PAD είναι ένα αντιδημοκρατικό κίνημα που υποστηρίζεται από σημαντικούς χρηματοδότες κι απολαμβάνει ύποπτες προστασίες, που εκμεταλλεύεται τους φόβους των προνομιούχων κι ένα εθνικιστικό αίσθημα ηθελημένα ανορθολογικό και το οποίο φλερτάρει με το μιλιταρισμό και τη βία», εξηγεί ο Chang Noi της “Nation”. «Φασιστικό κίνημα» το χαρακτηρίζει ο τροτσκιστής πανεπιστημιακός Τζι Ουνπακόν, κάνοντας λόγο για «φιλελευθερισμό των τανκς», ενώ ο ανταποκριτής του RFI διαπιστώνει πως οι «κίτρινοι» στις κουβέντες τους «υπερασπίζουν την καθεστηκύια τάξη και την αυστηρή ιεραρχία της ταϊλανδέζικης κοινωνίας, όπου οι χωρικοί δεν θεωρούνται αξιόπιστοι συνομιλητές στη δημόσια ζωή».
Στις 19 Σεπτεμβρίου 2006, ύστερα από κάμποσους μήνες αναταρραχής, ο στρατός ανέτρεψε την κυβέρνηση Ταξίν με πραξικόπημα κι άρχισε να «αναμορφώνει» τη χώρα. Το νέο Σύνταγμα που θέσπισε η χούντα προβλέπει την ύπαρξη μιας Γερουσίας εκλεγμένης κατά το ήμισυ μόνο, διορίζει «αριστίνδην» ανώτατους δικαστικούς σε όλα τα κρίσιμα πόστα κι αντικαθιστά το ανεξάρτητο Συνταγματικό Δικαστήριο μ’ ένα απολύτως διορισμένο όργανο.
Ηδη αυτοεξόριστος, ο Ταξίν διώχθηκε για μια σειρά οικονομικά αδικήματα, η περιουσία του κατασχέθηκε και το TRT διαλύθηκε με δικαστική απόφαση. Η χρηματοδότηση του συστήματος υγείας μειώθηκε δραστικά, προωθήθηκε η ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων κι απογειώθηκαν οι στρατιωτικές δαπάνες. Οι λαϊκές μάζες, παρόλα αυτά, έμειναν αδιόρθωτες: στις εκλογές της 23ης Δεκεμβρίου 2007 το Κόμμα Λαϊκής Εξουσίας (ΡΡΡ), ο άτυπος διάδοχος του απαγορευμένου ΤRT, ήρθε ξανά πρώτο αποσπώντας 233 από τις 480 έδρες της Βουλής.
Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε πέρασε δύσκολες μέρες. Ενώ τα «κίτρινα πουκάμισα» του ηττημένου PAD παρέλυαν επί μήνες τη χώρα (καταλαμβάνοντας την ίδια την έδρα της κυβέρνησης και τα διεθνή αεροδρόμια), η αστυνομία και τα δικαστήρια αρνούνταν να υπακούσουν στις εντολές για λήψη κατασταλτικών μέτρων. Σε μια κίνηση δίχως προηγούμενο, το διορισμένο απ’ το στρατό Συνταγματικό Δικαστήριο απαγόρευσε την πολιτική δραστηριότητα δυο πρωθυπουργών εν ενεργεία (των Σαμάκ Σουνταλαουέτ και Σομτσάι Ουονγκσάτ – του πρώτου, επειδή ...εμφανίστηκε σε τηλεοπτικό σόου μαγειρικής!) και τελικά έθεσε εκτός νόμου το ΡΡΡ.
Η κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο του 2008, όταν ο βασιλιάς διόρισε πρωθυπουργό τον εκλεκτό του PAD και του στρατού, Αμπισίτ Ουετζατζίουα. Καθώς το «Δημοκρατικό Κόμμα» του έχει μόλις 164 βουλευτές, η αναγκαία πλειοψηφία αποσπάστηκε με μεταγραφές αποστατών απ’ το διαλυμένο ΡΡΡ και τους πρώην συμμάχους του.
Με το δρόμο της κάλπης να έχει ουσιαστικά αποκλειστεί, ήταν πλέον προφανές πως το μέλλον της Ταϊλάνδης θα κριθεί στο πεζοδρόμιο. Απέναντι στην κυβέρνηση Αμπισίτ και την εξωκοινοβουλευτική δεξιά των «κίτρινων» θα οργανωθεί το «Ενιαίο Δημοκρατικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο» (UDD), γνωστότερο ως «τα κόκκινα πουκάμισα».
Βασική διεκδίκηση αυτού του συνασπισμού, που περιλαμβάνει από οπαδούς του Ταξίν μέχρι οργανώσεις και κινήματα της Νέας Αριστεράς (καθώς κι ένα σημαντικό τμήμα της «γενιάς του Οκτώβρη»), είναι η άμεση διενέργεια εκλογών και ο σεβασμός της λαϊκής ετυμηγορίας. Ο πολιτικός του λόγος έχει μια έντονα «αντιαριστοκρατική» χροιά, ενώ απέναντι στο θεσμό της μοναρχίας κρατά -αναγκαστικά- κάποιες ισορροπίες: όπως συνέβη και στα καθ’ ημάς «Ιουλιανά» του 1965, οι επιθέσεις των «κόκκινων» στρέφονται κυρίως κατά των «μυστικοσυμβούλων της Αυλής», χωρίς να θίγουν άμεσα τη βασιλική οικογένεια.
Υστερα από μια «γενική δοκιμή» τον Απρίλιο του 2009, κατά την οποία χιλιάδες διαδηλωτές ματαίωσαν τη διάσκεψη κορυφής του ASEAN στην Πατάγια και συγκρούονταν για μέρες στους δρόμους της Μπανγκόκ με το στρατό, στις 14 Μαρτίου 2010 το UDD προχώρησε στη συμβολική κατάληψη του κέντρου της Μπανγκόκ με εκατοντάδες χιλιάδες οπαδούς του από την επαρχία. Καλού κακού, ο πρωθυπουργός Αμπισίτ κλείστηκε προληπτικά μαζί με την κυβέρνησή του σε μια στρατιωτική βάση.
Από κει και πέρα, η αναμέτρηση απέκτησε τη δική της, αυτόνομη δυναμική.
* Στις 2 Απριλίου οι «κόκκινοι» στρατοπέδευσαν στο τουριστικό κι εμπορικό κέντρο της πόλης, προκαλώντας κραυγές πανικού για την πτώση του τζίρου στο σεξοτουρισμό της γειτονικής Πατπόνγκ.
* Στις 7 Απριλίου διαδηλωτές εισέβαλαν στο Κοινοβούλιο κι ο πρωθυπουργός κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας. Ακολούθησαν το κλείσιμο του αντιπολιτευόμενου «Καναλιού του Λαού» (8.4) και οι πρώτες οδομαχίες (9.4).
* Στις 10 Απριλίου η απόπειρα του στρατού να ανακτήσει τον έλεγχο του ιστορικού κέντρου καταλήγει σε πολύωρες συγκρούσεις με 25 νεκρούς κι 860 τραυματίες. Η τιμωρία των υπεύθυνων της σφαγής προστίθεται στα αιτήματα των εξεγερμένων.
* Στις 22 Απριλίου φιλοκυβερνητικοί διαδηλωτές επιτίθενται στους κόκκινους. Τρεις νεκροί κι 80 τραυματίες από εκρήξεις οπλοβομβίδων, με το στρατό στο ρόλο του «επιδιαιτητή».
* Στις 13 Μαΐου ένας απόστρατος στρατηγός φιλικός προς τους «κόκκινους» δολοφονείται από σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή. Ακολουθούν τετραήμερες οδομαχίες (14-17.5) με 39 νεκρούς, 300 τραυματίες και σποραδική χρήση όπλων κατά των δυνάμεων της τάξης.
* Στις 19 Μαΐου ο στρατός ανακαταλαμβάνει οριστικά την «κόκκινη ζώνη», με 15 νεκρούς κι 100 τραυματίες. Πριν διαλυθούν, διαδηλωτές πυρπολούν το χρηματιστήριο και το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της πόλης.
Τάξη επικρατεί πια στην Μπανγκόκ. Άγνωστο, βέβαια, για πόσο ακόμα...
Μη μου το θρόνο τάραττε
Οταν το αίμα άρχισε να κυλάει στους δρόμους της Μπανγκόκ, κάποιοι ηγέτες των «κόκκινων» περίμεναν ότι ο κύκλος της βίας θα κλείσει όπως το 1973 και το 1992: με μια βασιλική παρέμβαση υπέρ της «εθνικής συμφιλίωσης» και προκήρυξη εκλογών.
Βγήκαν γελασμένοι. Τούτη τη φορά, το στέμμα όχι μόνο δεν επενέβη για να σταματήσει την καταστολή του δημοκρατικού κινήματος αλλά κάλυψε πλήρως τη σφαγή, επιβεβαιώνοντας τη φημολογούμενη ταύτισή του με την κυβερνητική παράταξη. Το 2008, άλλωστε, η ίδια η βασίλισσα Σικιρίτ δεν είχε διστάσει να παρευρεθεί στην κηδεία ενός σκοτωμένου «κίτρινου» διαδηλωτή.
Η εξήγηση αυτής της στάσης είναι εξαιρετικά απλή: τούτη τη φορά η σύγκρουση δεν διεξάγεται ανάμεσα στο στρατό και τη «μεσαία τάξη» της πρωτεύουσας, αλλά διαθέτει μια ανεξέλεγκτη πληβειακή δυναμική, που μπορεί να αποβεί μοιραία για τον ίδιο το μοναρχικό θεσμό. Οι «κίτρινοι», αντίθετα, επικαλούνται διαρκώς τις μοναρχικές παραδόσεις και διαφημίζουν τις σχέσεις τους με τους μηχανισμούς που συγκροτούν τον περίγυρο των ανακτόρων.
Αυτό που διακυβεύεται μεσοπρόθεσμα είναι έτσι το μέλλον της μοναρχίας ως τελικού επιδιαιτητή των πολιτικών συγκρούσεων και ύστατου προστάτη του κοινωνικού καθεστώτος. Παρά τις διαβεβαιώσεις των ηγεσίας των «κόκκινων» πως δεν έχουν την παραμικρή αντιμοναρχική πρόθεση, οι περισσότεροι ξένοι παρατηρητές διαπιστώνουν μια έντονη φθορά του θεσμού στη συνείδηση του μέσου Ταϊλανδού. Κάτι τέτοιο δύσκολα μπορεί όμως να εκφραστεί δημόσια, εξαιτίας της δρακόντειας νομοθεσίας που προστατεύει τα ανάκτορα.
Μέχρι το 1976, ως «έγκλημα καθοσιώσεως» θεωρούνταν η προσβολή του προσώπου του βασιλιά, της βασίλισσας, του διαδόχου και του αντιβασιλιά. Η χούντα του δικαστή Τανίν διεύρυνε αυτές τις διατάξεις, ποινικοποιώντας κάθε κριτική προς το βασιλικό θεσμό, τις οικονομικές μπίζνες της βασιλικής οικογένειας, τα «βασιλικά αναπτυξιακά προγράμματα», τη δυναστεία των Τσάκρι και κάθε μονάρχη του απώτατου παρελθόντος! Ταυτόχρονα αύξησε τη μέγιστη προβλεπόμενη ποινή, από 7 χρόνια κάθειρξη σε 15.
Η νομοθεσία αυτή παραμένει σε ισχύ, και μάλιστα με περίεργες διασταλτικές ερμηνείες:
* Μια πολιτική ακτιβίστρια καταδικάστηκε το 1999 σε κάθειρξη 18 χρόνων για μια ομιλία της ενάντια στην «άρχουσα τάξη», διατύπωση που το δικαστήριο έκρινε πως «θα μπορούσε» να περιλαμβάνει και τη δυναστεία.
* Ενας πολιτικός, ηγετικό σήμερα στέλεχος των «κόκκινων», διώχθηκε το 1987 επειδή τόλμησε σε προεκλογική ομιλία του να συγκρίνει το βιοτικό επίπεδο των χωρικών με αυτό της βασιλικής οικογένειας.
* Ενας γάλλος τουρίστας φυλακίστηκε το 1994 επειδή, κατά τη διάρκεια πτήσης με την Thai Airways, αρνήθηκε να κλείσει το φως όπως ζητούσαν οι συνταξιδιώτισσές του (που έτυχε να είναι πριγκίπισσες). Τελικά αποφυλακίστηκε με μια δημόσια συγνώμη.
Η ανάπτυξη του διαδικτύου προσέδωσε νέες διαστάσεις, τόσο στη δυνατότητα των Ταϊλανδών να εκφράσουν ανώνυμα τις πραγματικές απόψεις τους για το θεσμό και τους φορείς του, όσο και στο ανθρωποκυνηγητό εκ μέρους των υπηρεσιών ασφαλείας. Το 2007-2009 οι αρχές έκλεισαν πάνω από 6.200 ιστοσελίδες σαν «προσβλητικές για τη μοναρχία». Σε μια τυπική περίπτωση δίωξης, ένας 37χρόνος οπαδός των «κόκκινων» φυλακίστηκε στις 29/4/10 επειδή σε συζήτηση του Facebook «ανάρτησε απρεπές μήνυμα» αντιβασιλικού περιεχομένου.
Μέσω του Ιντερνετ διεξάγεται, άλλωστε, και η πιο βρόμικη πλευρά του ενδοανακτορικού πολέμου για τη διαδοχή του υπέργηρου και άρρωστου βασιλιά Μπουμιπόν. Στις 12.11.2009, ένα «αποκαλυπτικό» βίντεο κυκλοφόρησε διαδικτυακά, αποτυπώνοντας μιαν εικόνα άκρως σοκαριστική για το μέσο συντηρητικό βασιλόφρονα: σε επίσημη γιορτή για τα γενέθλια του αγαπημένου σκύλου του διαδόχου, πρίγκιπα Μάχα Ουατσιλαλονγκόν, η σύζυγος του τελευταίου εμφανίζεται γυμνόστηθη σε όλη τη διάρκεια της τελετής. Μικρή λεπτομέρεια: ο σκύλος του πρίγκιπα, ονόματι Φουφού, έχει αναγορευτεί επίσημα σε λοχαγό του ταϊλανδέζικου στρατού!
Η διαρροή αυτού του «ιδιωτικού» ντοκουμέντου προήλθε φυσικά απ’ το εσωτερικό της Αυλής. Σκοπός της ανάρτησης δε, σύμφωνα με όσα φημολογούνται, ήταν ο παραμερισμός του διαδόχου υπέρ της «θεοσεβούμενης» πριγκίπισσας Σιριντόν, που καλλιεργεί ένα προφίλ ανάλογο με της «δικής μας» Φρειδερίκης.
Από Ιός της Κυριακής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου