«Σαν έφεξε, βάρεσε η σάλπιγγα συναγερμό πάνου απ’ το χαμηλό λασπωμένο λοφάκι του χωριού. Εκεί μαζεύτηκαν όλοι οι αιχμάλωτοι άντρες και κατόπι ντουφεκίστηκαν. Κάθε ενωμοτία έστηνε αντίκρυ της πεντέξη και τους θέριζε. Βρέθηκα αντίκρυ στο γέρο. Είχε μερικές μελανιές στο πατριαρχικό του πρόσωπο και ψιθύριζε ολοένα προσευχές. Τα μεταξωτά του γένια ανέμιζαν απαλά στον αγέρα. Το πιο μεγάλο καλό που θα μπορούσα να του κάνω ήταν να τον σκοτώσω αμέσως και τελειωτικά, για να μην τυραγνιέται σα μερικούς που σπάραζαν σαν τα βουβάλια χτυπώντας τις απαλάμες στο χώμα. Είχαμε κάτι θαυμάσια μάνλιχερ τότες, ολοκαίνουργα, λαφριά κι ευθύβολα, που βαρούσες πεντάρα με δαύτα. Τόνε σημάδεψα στο κούτελο, ανάμεσα στα ολάσπρα φρύδια του. Σήκωσε απάνω μου τα γαλανά μάτια του και με κοίταξε γαλήνια. Θαρρείς πως ένιωσε την οπτική σκοπευτική μου γραμμή ν’ ακουμπά σαν κάτι στερεό πάνου στο κούτελο του.
Τράβηξα τη σκαντάλη και σωριάστηκε μονοκόμματα σαν αστραποκαμμένος στη λάσπη. Μια ψιλή κόκκινη κορδελίτσα κύλισε απ’ το κούτελο του πάνου στο ήσυχο πρόσωπο, και λεκέδιασε τα χιόνια της γενειάδας του.
Σαν τέλειωσαν οι εχτελέσεις ανοίχτηκε το τζαμί για νάβγουνε τα μαντρισμένα γυναικόπαιδα. Κατόπι βάλθηκε φωτιά στο χωριό. Οι φαντάροι τρέχανε με γκαζοτενεκέδες και περεχούσανε πετρέλαιο τα σπίτια. [...]
Ξεκινήσαμε να φύγουμε. Ξαφνικά μες από ένα σοκάκι χύμηξαν, ένα ξεφρενιασμένο πλήθος, τα μωρά και οι γυναίκες που είχανε κλεισμένες μες το τζαμί και τις ξαπολύκανε. Ούρλιαξαν και τρέχανε προς τα πτώματα. Ήτανε χωρίς γιασμάκ, ξεστηθωμένες σαν άγριες μαινάδες. Τα μάτια τους ήτανε τεράστια ανοιγμένα απ’ την τρομάρα και τα μαλλιά τους πετούσανε πίσω σα μαύρα ζωντανεμένα σερπετά. Τρέχανε προς το λόφο, μες απ’ το γλιστερό καλντερίμι του χωριού, για να ψάξουνε μες τα στρωμένα κουφάρια να γνωρίσουνε τους δικούς τους.
Από τότες χρόνια πέρασαν και διαβαίνουν ολοένα. Όμως μέσα μου κάθεται μια κρύα γαλάζια ματιά. Τη νιώθω που απόμεινε μέσα μου ακίνητη, στυλωμένη και αθάνατη. Ζει και κυκλοφορεί μέσα στο αίμα μου, σα μόλεμα και σα μαράζι. Και θαρρώ πως μόνο μαζί με την ψυχή μου θα φύγει από πάνω μου».
Οι γραμμές που μόλις διαβάσατε δημοσιεύθηκαν πριν από ογδόντα περίπου χρόνια, στη συλλογή «Διηγήματα» του Στρατή Μυριβήλη. Περιέγραφαν το κάψιμο ενός τουρκικού χωριού της Πτολεμαΐδας -που τότε λεγόταν ακόμη Καϊλάρια- και τη μαζική εκτέλεση των αρρένων κατοίκων του από τον προελαύνοντα ελληνικό στρατό, τον Νοέμβριο του 1912. Αναφέρεται στο εξαιρετικό βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου «Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης. 1912-1922», Εκδόσεις βιβλιόραμα.
Τράβηξα τη σκαντάλη και σωριάστηκε μονοκόμματα σαν αστραποκαμμένος στη λάσπη. Μια ψιλή κόκκινη κορδελίτσα κύλισε απ’ το κούτελο του πάνου στο ήσυχο πρόσωπο, και λεκέδιασε τα χιόνια της γενειάδας του.
Σαν τέλειωσαν οι εχτελέσεις ανοίχτηκε το τζαμί για νάβγουνε τα μαντρισμένα γυναικόπαιδα. Κατόπι βάλθηκε φωτιά στο χωριό. Οι φαντάροι τρέχανε με γκαζοτενεκέδες και περεχούσανε πετρέλαιο τα σπίτια. [...]
Ξεκινήσαμε να φύγουμε. Ξαφνικά μες από ένα σοκάκι χύμηξαν, ένα ξεφρενιασμένο πλήθος, τα μωρά και οι γυναίκες που είχανε κλεισμένες μες το τζαμί και τις ξαπολύκανε. Ούρλιαξαν και τρέχανε προς τα πτώματα. Ήτανε χωρίς γιασμάκ, ξεστηθωμένες σαν άγριες μαινάδες. Τα μάτια τους ήτανε τεράστια ανοιγμένα απ’ την τρομάρα και τα μαλλιά τους πετούσανε πίσω σα μαύρα ζωντανεμένα σερπετά. Τρέχανε προς το λόφο, μες απ’ το γλιστερό καλντερίμι του χωριού, για να ψάξουνε μες τα στρωμένα κουφάρια να γνωρίσουνε τους δικούς τους.
Από τότες χρόνια πέρασαν και διαβαίνουν ολοένα. Όμως μέσα μου κάθεται μια κρύα γαλάζια ματιά. Τη νιώθω που απόμεινε μέσα μου ακίνητη, στυλωμένη και αθάνατη. Ζει και κυκλοφορεί μέσα στο αίμα μου, σα μόλεμα και σα μαράζι. Και θαρρώ πως μόνο μαζί με την ψυχή μου θα φύγει από πάνω μου».
Οι γραμμές που μόλις διαβάσατε δημοσιεύθηκαν πριν από ογδόντα περίπου χρόνια, στη συλλογή «Διηγήματα» του Στρατή Μυριβήλη. Περιέγραφαν το κάψιμο ενός τουρκικού χωριού της Πτολεμαΐδας -που τότε λεγόταν ακόμη Καϊλάρια- και τη μαζική εκτέλεση των αρρένων κατοίκων του από τον προελαύνοντα ελληνικό στρατό, τον Νοέμβριο του 1912. Αναφέρεται στο εξαιρετικό βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου «Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης. 1912-1922», Εκδόσεις βιβλιόραμα.
Η ιστοριογραφία ως ιδεολόγημα
Το κράτος μέσω των ιδεολογικών του μηχανισμών (εκπαίδευση, ΜΜΕ) δημιουργεί μια επίσημη εκδοχή των ιστορικών γεγονότων, που έχει σκοπό να ενδυναμώσει την «εθνική συνείδηση», δηλαδή οι πολίτες ενός κράτους από μικρή ηλικία εκπαιδεύονται να αντιλαμβάνονται τον κόσμο με όρους «εθνικούς». Που σημαίνει μέσω μιας φαντασιακής κοινότητας, όπου παρά και ενάντια στις οικονομικές και κοινωνικές διαφορές, όλοι είναι (σε φαντασιακό επίπεδο) ίσοι μέσω της κοινής εθνικής τους καταγωγής. Στην πραγματική ζωή, στον αγώνα για το μεροκάματο και την καθημερινή επιβίωση, ο καθένας βρίσκεται αντιμέτωπος με κάθε είδους ιεραρχίες και ταξικούς φραγμούς. Ωστόσο ο ταξικός ιδεολογικός μηχανισμός παρουσιάζει τις αντιθέσεις και τους διαχωρισμούς που διαπερνούν την κοινωνία σε τελική ανάλυση ως δευτερεύουσες, γιατί το πρωτεύων είναι η εθνική καταγωγή η οποία από μόνη της συνεπάγεται κοινές ιδέες, κοινές αξίες, κοινό παρελθόν και μέλλον. Όλοι είμαστε πάνω απ’ όλα η «κοινότητα των Ελλήνων».
Πως μπορεί να είναι πειστική μια τόσο ψευδής αποτύπωση της πραγματικότητας που εμφανώς ανατρέπει κάθε εμπειρικό δεδομένο; Η απάντηση είναι ότι πάντοτε υπάρχει η δυνατότητα να δαιμονοποιηθεί ο ξένος, ο οποίος «τυγχάνει» στις περισσότερες περιπτώσεις να βρίσκεται στη γειτονική χώρα. Ο καπιταλισμός είναι ένα βαθιά ανταγωνιστικό κοινωνικό σύστημα τόσο στο εσωτερικό του (αντίθεση εργασίας-κεφαλαίου αλλά και ανταγωνιστικές αντιθέσεις μεταξύ καπιταλιστών) όσο και προς τα έξω, αντιθέσεις και ανταγωνισμοί με τους ξένους καπιταλιστές. Η φαντασιακή εθνική μυθολογία έχει σαν στόχο να ενοποιήσει ιδεολογικά το εσωτερικό μέτωπο καταδεικνύοντας έναν εξωτερικό εχθρό. Με δεδομένο ότι αυτή η διαδικασία αφορά όλες τις χώρες, πάντοτε κάθε χώρα θα μπορεί να αποδεικνύει (όχι μόνο στο επίπεδο της ιδεολογίας, με προνομιακό έδαφος την ιστοριογραφία) έναν πραγματικό εθνικό αντίπαλο (γιατί όντος οι καπιταλιστές της «αντίπαλης χώρας» ανταγωνίζονται τον εθνικό καπιταλισμό). Μ εαυτό τον τρόπο η «ψευδής συνείδηση» της ιδεολογίας μπορεί να εμφανίζεται (και υπό μια μερική έννοια της πραγματικότητας να είναι) «αληθής συνείδηση».
Ένα από τα βασικά ψεύδη της κρατικά κατευθυνόμενης «εθνικά ορθής» ιστοριογραφίας στην Ελλάδα είναι η παρουσίαση των εθνικών πολεμικών εξορμήσεων του 1912-1922. Παρουσιάζονται ως «δίκαιες» γιατί (υποτίθεται) απελευθέρωσαν ελληνικούς πληθυσμούς που στέναζαν κάτω από την οθωμανική κυριαρχία και καταπίεση. Δυστυχώς, πάντοτε σύμφωνα με την «εθνικά ορθή» αφήγηση, οι ανθέλληνες ξένοι (Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί κατά περίπτωση) πρόδωσαν τα «εθνικά δίκαια» με αποτέλεσμα την εθνική ήττα. Ήττα που οδήγησε στη «γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας» (από τη δεκαετία του 1990 έχουν θεσπιστεί «ημέρες εθνικής μνήμης», η 19η Μαίου για τον Πόντο και η 14η Σεπτεμβρίου για τη Μικρά Ασία). Αυτή η απόλυτα μονομερής «ιστορική» αφήγηση δεν μπορεί παρά να ολοκληρώνεται με μια εθνικιστική εικόνα μίσους: για όλα τα εγκλήματα εθνοκάθαρσης και γενοκτονίας υπεύθυνοι είναι «οι Τούρκοι». «Οι Έλληνες» εμφανίζονται πάντοτε ως θύματα, ποτέ ως θύτες. Θύματα σ’ έναν δίκαιο αγώνα…
Όπως σε όλες τις εθνικές ιστορικές μυθολογίες, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Στην πραγματικότητα οι πολεμικές εξορμήσεις του 1912-1922 ήταν ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις του ελληνικού καπιταλισμού σε περιοχές όπου το ελληνικό στοιχείο ήταν μειοψηφικό. Οι περιοχές που διεκδικήθηκαν από την Ελλάδα, την Σερβία και την Βουλγαρία στους πολέμους του 1912-13 ήταν ένα αμάγαλμα διαφορετικών εθνολογικών πληθυσμών (όπως ήταν η Βοσνία-Ερζεγοβίνη της πρώην Γιουγκοσλαβίας μέχρι τη δεκαετία του 1990) που επί αιώνες συμβίωναν ειρηνικά μαζί. Ο εθνικιστικός πυρετός του 1912-13 οδήγησε σε μεθοδευμένες κτηνώδεις εθνοκαθάρσεις με εκατοντάδες χιλιάδες άμαχους νεκρούς, τραυματίες και πρόσφυγες. Ο συνειδητός στόχος των νικητών του 1912-13 ήταν η δημιουργία εθνολογικά ομογενών πληθυσμών στις περιοχές που κατέλαβαν με το ξερίζωμα και τη προσφυγοποίηση των «αλλοεθνών». Οι πρώτοι σφαγμένοι και ξεριζωμένοι από τα σπίτια τους ήσαν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί των «απελευθερωμένων» περιοχών των Βαλκανίων.
Στο βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου θα βρείτε απόλυτα τεκμηριωμένα όλα τα στοιχεία για την εθνολογική σύνθεση των περιοχών που διεκδίκησαν Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία:
«Στην ευρύτερη Μακεδονία, μήλο της Έριδος των βαλκανικών εθνικισμών επί δεκαετίες, κατοικούν το 1912 σχεδόν 2.500.000 άνθρωποι. Απ’ αυτούς, λίγο περισσότεροι από 900.000 είναι μουσουλμάνοι, άλλοι 900.000 σλαβόφωνοι χριστιανοί χωρισμένοι από δεκαετίες σε τρία τουλάχιστον ανταγωνιστικά εθνικά «κόμματα» και στρατόπεδα (ελληνικό, σερβικό και βουλγαρικό, στα οποία κατά την τελευταία δεκαετία πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους είχε προστεθεί επίσης το μακεδονικό), περίπου 360.000 ελληνόφωνοι χριστιανοί, κάπου 100.000 Βλάχοι και γύρω στους 70-90.000 Εβραίοι, ενώ υπάρχουν επίσης μικρές κοινότητες αλβανόφωνων και τουρκόφωνων χριστιανών, καθώς κι ένας άγνωστος αριθμός Τσιγγάνων, από τους οποίους ελάχιστοι καταγράφονται στις στατιστικές της εποχής. Στις μακεδονικές επαρχίες που στη συνέχεια ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος, οι συσχετισμοί είναι κάπως -αλλά όχι ριζικά- διαφορετικοί: από τους 1.250.000 περίπου κατοίκους, τουλάχιστον 450.000 (ποσοστό 36%) είναι μουσουλμάνοι που μιλάνε τουρκικά, αλβανικά, βλάχικα, σλαβικά (Πομάκοι), ελληνικά (Βαλαάδες) ή ρομανί (Τουρκόγυφτοι) • οι ελληνόφωνοι χριστιανοί ανέρχονται σε 360.000 ή 28,8% του πληθυσμού, ενώ μεταξύ 250.000 και 300.000 κυμαίνονται οι σλαβόφωνοι χριστιανοί, μοιρασμένοι εξίσου σε πατριαρχικούς κι εξαρχικούς (δηλαδή, σύμφωνα με τη συμβατική ταξινόμηση της εποχής, σε «ελληνόφρονες» και «Βουλγάρους»)• υπάρχουν τέλος 60.000 περίπου Βλάχοι, το πολύ 10.000 αλβανόφωνοι χριστιανοί (Αρβανίτες), λιγότεροι από 5.000 τουρκόφωνοι χριστιανοί (Γκαγκαούζοι) και γύρω στους 70.000 Εβραίοι (ισπανόφωνοι και συγκεντρωμένοι κατά κύριο λόγο στη Θεσσαλονίκη)».[1]
Η πληθυσμιακή εθνολογική σύνθεση στη «Βόρεια Ήπειρο» (δηλαδή τη σημερινή νότια Αλβανία), που διεκδικούσε με πάθος η ελληνική πλευρά, ήταν παρόμοια:
«Βορειότερα, στα σαντζάκια Αργυροκάστρου και Μπερατιού (το μεγαλύτερο μέρος της «Βορείου Ηπείρου») κατοικούσαν σύμφωνα με την ίδια στατιστική 350.000 περίπου άτομα, κατά 62,2% μουσουλμάνοι και 37,8% χριστιανοί. Εντυπωσιακότερη είναι ωστόσο εδώ η κυριαρχία της αλβανοφωνίας στο εσωτερικό (και) της χριστιανικής κοινότητας: συνολικά, το ποσοστό των αλβανόφωνων κατοίκων φτάνει το 82,1%, από τους οποίους 61,7% μουσουλμάνοι και 20,3% χριστιανοί. Στο υπόλοιπο τμήμα της «Βορείου Ηπείρου», τους αλβανικούς δηλαδή καζάδες του σαντζακιού της Κορυτσάς, συναντάμε σύμφωνα με τις ελληνικές στατιστικές 68.000 περίπου μουσουλμάνους (60,7%), 500 εξαρχικούς «Βουλγάρους» και 43.500 πατριαρχικούς «Έλληνες κι ελληνίζοντες»• απ’ αυτούς τους τελευταίους πάλι, 7.500 είναι σλαβόφωνοι, 3.500 βλαχόφωνοι και οι υπόλοιποι αλβανόφωνοι».[2]
Αυτά ήταν τα πληθυσμιακά δεδομένα και παρ’ όλα αυτά η ελληνική κυβέρνηση διεκδικούσε να ενσωματώσει τη «Βόρεια Ήπειρο» στην ελληνική επικράτεια. Για το σκοπό αυτό ενθαρρύνει ανδρείκελά της να τρομοκρατούν με δολοφονικό μένος τον τοπικό μουσουλμανικό πληθυσμό.
Χριστούγεννα στο Κιοπρού Χισάρ (1920)
«Το μεσημέρι μπήκαμε μέσα στο Κιοπρού Χισάρ. Οι Τούρκοι φύγανε.
Η βροχή είχε τώρα σταματήσει. Θαρρείς πως περίμενε να σταματήσει το κακό, για να σταματήσει κι εκείνη.
Μέσα στη λασπωμένη τουρκόπολη, γύριζαν μπουλούκια από αρματωμένους φαντάρους. Σπάγανε τις πόρτες και μπαίνανε μέσα στα σπίτια, στα μαγαζιά.
Όλη την ώρα άκουγες ξεφωνητά, γυναικείες φωνές, κλάματα, θρήνο. Πού και πού έπεφτε και καμιά τουφεκιά.
Είδα μια ανοιχτή πόρτα και μπήκα. Λίγο μέσα απ’ το κατώφλι, φράζοντας το δρόμο, ήταν ξαπλωμένος ένας γέρος Τούρκος. Απ’ τα ρουθούνια του κι από τα στήθια του έτρεχε πηχτό αίμα.
Μέσα γινότανε μεγάλη φασαρία. Δρασκέλισα το σκοτωμένο Τούρκο και ζύγωσα. Καμιά δεκαριά φαντάροι, αναμαλλιασμένοι, βρώμικοι, γεμάτοι λάσπες, ματωμένοι κυλιόντουσαν χάμω, χτυπιόντουσαν αναμεταξύ τους, γελούσαν δυνατά, μπήγανε ξεφωνητά ηδονής και λύσσας. Και στη μέση κι από κάτω τους μια νεαρή Τουρκάλα, με σηκωμένα τα ρούχα, μισόγυμνη, ξεμαλλιασμένη, τσίριζε, έκλαιγε, παρακαλούσε, βογγούσε. Μόλις μπήκα, κάποιος τους γύρισε και με κοίταξε και φώναξε:
- Έλα ρε Τάσο, έλα να πάρεις μεζέ!
Δεν ξέρω γιατί το είπε τούρκικα και ακόμα δεν ξέρω γιατί κι εγώ απάντησα τούρκικα.
- Ντροπή ρε παιδιά, ντροπή!
Η Τουρκάλα σαν άκουσε την κουβέντα κατάφερε να ξεφύγει από τα χέρια τους και ρίχτηκε πάνω μου, αγκαλιάζοντας τα πόδια μου, φωνάζοντας με ανατριχιαστική, κομμένη φωνή γεμάτη παρακάλιο:
-Κουλτάρ μπενί ντιλ καρντασί, κουλτάρ! (Σώσε με αδερφέ στη γλώσσα, σώσε με!)
Οι άλλοι χαχάνιζαν και την τραβούσανε.
Παρακάλεσα, θύμωσα, έβρισα, θέλησα να τους φέρω στο φιλότιμο:
-Ντροπή ρε παιδιά! Μια γυναίκα! Ντροπή! Πόλεμο έχουμε.
Μα τίποτα. Ένας μάλιστα τράβηξε την ξιφολόγχη του σα μεθυσμένος, με τα μάτια θαμποκόκκινα, γυαλένια:
-Α σιχτίρ, “κύριος”! Να μη σου γ… καμιά Παναγιά!
Έφυγα, ξαναδρασκελώντας και πάλι το σκοτωμένο Τούρκο, ενώ από πίσω μου ξαναφούντωσαν οι βλαστήμιες, οι βαριές σα μεθυσμένες αντρίκιες φωνές, τα ξεφωνητά της γυναίκας.
Όξω, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, οι δρόμοι και τα σπίτια φωτιζόντουσαν από τις κόκκινες, κολασμένες αναλαμπές των σπιτιών που λαμπαδιάζανε.
Και σαν γυρίζαμε πίσω την αυγή, τα χίλια σπίτια του Κιοπρού Χισάρ ήταν ένας θαμπός κόκκινος καπνός, που από μέσα του ακουγόντουσαν ως πέρα μακρυά ένα γύρο τα ουρλιάσματα των σκυλιών και των γυναικών τα ξεφωνητά.
Ο πόλεμος είχε περάσει από πάνω».
Α. Δημητρίου (έφεδρος υπαξιωματικός), «Απ’ τη φρίκη του πολέμου. Φωτιά και αίμα», Ριζοσπάστης, 31.8.1934, σ. 3.
(Σύμφωνα με την επίσημη ιστορία του ΓΕΣ, η κατάληψη του Κιοπρού Χισάρ απ’ τον ελληνικό στρατό έγινε στις 25 Δεκεμβρίου 1920).
Την επαύριον του πολέμου, η Μικρά Ασία ήταν ουσιαστικά μια ισοπεδωμένη χώρα:
«Σύμφωνα με τον απολογισμό που κατέθεσε η τουρκική αντιπροσωπεία στη Συνδιάσκεψη της Λωζάνης, εκτός από την πόλη της Σμύρνης καταστράφηκαν συνολικά 141.974 κτίρια, εκ των οποίων τα 54.205 σε 26 πόλεις κι άλλα 87.669 στην ύπαιθρο. «Δεν είχε μείνει τίποτα όρθιο», θυμάται π.χ. για το Μιχαλίτσι ένας έλληνας αιχμάλωτος που πέρασε από εκεί την επαύριο της ήττας. «Μονάχα μια εκκλησιά, κι αυτή αρμένικια. Ήταν πιο αλάργα, γι’ αυτό δεν κάηκε. [...] Γιομάτες οι αποθήκες με καμμένα στάρια, νταριά, κρομμύδια». Όσο για τα ανθρώπινα θύματα, μονάχα επιμέρους υπολογισμοί είναι διαθέσιμοι. Επισκεπτόμενος π.χ. τον Κασαμπά τον Απρίλιο του 1923, ο πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη Λόντερ Παρκ ενημερώνεται επίσημα πως «1.000 Τούρκοι είναι γνωστό ότι σκοτώθηκαν από σφαίρες ή κάηκαν ζωντανοί» κατά την ελληνική υποχώρηση, ενώ σε σύνολο 37.000 μουσουλμάνων κατοίκων υπήρχαν συγκεκριμένα στοιχεία για μόλις 6.000 επιζήσαντες».
Τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει οι Έλληνες στρατοκράτες ήσαν τέτοιας έκτασης που μετά την επίσημη επίσκεψή του στην Τουρκία το 1930 ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος θα εκφράσει στην Πηνελόπη Δέλτα την έκπληξη του για την υποδοχή που του επιφύλαξαν οι Τούρκοι της Μικράς Ασίας: «Είχα πάγει, ξέρετε, με κάποια ανησυχία, γιατί είχα περάσει απ’ όλα αυτά τα μέρη όπου οι δικοί μας δεν είχαν αφήσει πέτρα επί πέτρας, στην υποχώρηση …θυμάστε… τη φοβερή εκείνη υποχώρηση, όπου φεύγοντας κατέστρεψαν τα πάντα…. Αφήστε τα”, έκανε ταραγμένος με την ενθύμιση πάλι».
Ο επίλογος της Μικρασιατικής τραγωδίας για τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής υπήρξε εξαιρετικά θλιβερός. Η κατάληξη είναι γνωστή: μαζικές εκτελέσεις, βιασμοί, εξανδραποδισμοί, αυτοκτονίες ως αναζήτηση ενός ταχύτερου ή ηπιότερου θανάτου. Συχνά η καταστροφή των ελληνικών κοινοτήτων πήρε τη μορφή μαζικών αντιποίνων του μουσουλμανικού πληθυσμού, για όσα αυτός είχε υποστεί από τον ελληνικό στρατό στη διάρκεια της κατοχής και -κυρίως- της υποχώρησης.
Μέγα μέρος της ευθύνης για την έκταση της ανθρωπιστικής τραγωδίας βαρύνει την ελληνική άρχουσα τάξη. Όχι μόνο γιατί η τελική τραγωδία ήταν το αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής τυχοδιωκτικής της πολιτικής. Αλλά και γιατί όταν πλέον η ήττα ήταν δεδομένη, ακόμα και την έσχατη ώρα, όχι μόνο δεν έκανε τίποτα για να περιορίσει την έκταση της τραγωδίας για τους απλούς Έλληνες Μικρασιάτες, αλλά αντίθετα κινήθηκε η ίδια με εκδικητική μανία εναντίον όσων υποτίθεται τα προηγούμενα χρόνια εξέφραζε «εθνικά»: «Ακόμη πιο τραγική υπήρξε η τύχη του άμαχου ελληνικού πληθυσμού της εμπόλεμης ζώνης. Οι ελληνικές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές όχι μόνο απέφυγαν να ενημερώσουν τους κατοίκους για την κατάρρευση του μετώπου και την επικείμενη αποχώρηση του ελληνικού στρατού, παραπλανώντας συνειδητά όσους επιχειρούσαν να πληροφορηθούν τι συμβαίνει, αλλά και απαγόρευσαν κάθε οικογενειακή αναχώρηση από χωριά και πόλεις της ενδοχώρας για τα παράλια- η άρση αυτής της απαγόρευσης, όπου και όταν γνωστοποιήθηκε στον πληθυσμό, ήρθε κατά κανόνα πολύ αργά. Δεν έλειψαν και οι εντολές ή οι παροτρύνσεις προς τους κατοίκους να μη φύγουν, ακόμη και η διά της βίας παρεμπόδιση τους με το μαστίγιο από αξιωματικούς που την επομένη θα εγκατέλειπαν σιδηροδρομικώς την περιοχή μαζί με την οικοσκευή τους. Τα λιμεναρχεία Χίου και Μυτιλήνης απαγόρευσαν τέλος ύστερα από διαταγή της ελληνικής κυβέρνησης, κάθε απόπλου για παραλαβή προσφύγων.
Ακόμη πιο εύγλωττη υπήρξε η θεσμική απαγόρευση της φυγής των Μικρασιατών προς την Ελλάδα με νόμο που ψηφίστηκε ένα μήνα πριν από την κατάρρευση του μετώπου, ενώ αυτή η τελευταία ήταν ορατή πια στον ορίζοντα, και απαγόρευε κάθε «αποβίβασιν» στην Ελλάδα «προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εκ της αλλοδαπής» (δηλαδή και από τη Μικρασία) «εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τε θεωρημένων». Σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων, η απόκτηση διαβατηρίου (ή της ισοδύναμης με αυτό άδειας εισόδου στην ελληνική επικράτεια) προϋπέθετε κάποιο κοινωνικό status ή την ύπαρξη «γνωριμιών στη Διοίκηση». Ακόμη και τις τελευταίες ώρες της ελληνικής κατοχής, οικογένειες Μικρασιατών που δεν ήταν εφοδιασμένες με τέτοια έγγραφα εμποδίζονταν από τις (ελληνικές) λιμενικές αρχές να επιβιβαστούν στα πλοία που θα τις απομάκρυναν από τον όλεθρο.
Εκτός από «εθνικούς» λόγους (διατήρηση πάση θυσία των προκεχωρημένων φυλακίων του Ελληνισμού στις ασιατικές ακτές), το μέτρο υπαγορεύθηκε επίσης -αν όχι κυρίως- από το ένστικτο της ταξικής αυτοσυντήρησης: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα», φέρεται π.χ. να δηλώνει λίγες μέρες πριν από την καταστροφή ο ύπατος αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη, Αριστείδης Στεργιάδης. Ανάλογα συναισθήματα έτρεφαν άλλωστε για τους Έλληνες της Ανατολίας όχι μόνο πολλοί ελλαδίτες φαντάροι αλλά κι ένα τμήμα της ανώτερης στρατιωτικής ηγεσίας».
Από το blog Aφορμή
Από το blog Aφορμή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου