Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Αν δεν καώ εγώ, Αν δεν καείς εσύ, Αν δεν καούμε εμείς, Πώς θα γενούν τα σκοτάδια λάμψη

Όπως ο Κερέμ 

Είναι βαρύς ο αγέρας σαν μολύβι
Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω
Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω
Να λειώσουμε το μολύβι

Κάποιος μου λέει
Φωτιά θα πάρεις απ’ την ίδια σου φωνή
Θα γίνεις στάχτη
Στάχτη σαν τον Κερέμ
                                      Που κάηκε απ’ τον έρωτά του

Και εγώ του λέω
Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον Κερέμ
Αν δεν καώ εγώ
Αν δεν καείς εσύ
Αν δεν καούμε εμείς
Πώς θα γενούν τα σκοτάδια λάμψη








Ο Ναζίμ Χικμέτ (1901-1963), ποιητής και δραματουργός. Τα έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας. Πέθανε στη Μόσχα από καρδιακή προσβολή.
Ο πατέρας του Χικμέτ Ναζίμ Μπέης, υπηρετούσε στο Υπουργείον Εξωτερικών, έκανε μάλιστα για λίγο και Πρόξενος στο Αμβούργο κι όταν απολύθηκε έκανε τον διαχειριστή σε κινηματογραφικές αίθουσες. Η μητέρα του, Αϊσέ Τζελιέ Χανούμ, ήτανε ζωγράφος.
Ο μικρός Ναζίμ ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευση στη Κωνσταντινούπολη κι ύστερα γράφτηκε στη Ναυτική Σχολή Χάλκης, το 1918. Ο διοικητής του, άκουσε και θαύμασε το ποίημά του “Λόγια Ενός Αξιωματικού Του Ναυτικού“, που ‘χε γράψει στα 12. Όταν αποφοίτησε μπήκε στο πολεμικό σκάφος Hamidiye ως εκπαιδευόμενος αξιωματικός καταστρώματος. Ωστόσο, η σταδιοδρομία του στο Ναυτικό σταμάτησεν απότομα, γιατί αρρώστησεν από πλευρίτη στη διάρκεια μιας νυχτερινής βάρδιας (1919) και δεδομένου ότι δε μπόρεσε ν’ ανακτήσει την υγεία του, απαλλάχτηκε σαν άτομο μ’ ειδικές ανάγκες (1920).
Ανέλαβε καθηγητής στην Ανατολία, στο γυμνάσιο Bolu, για σύντομο διάστημα (1921). Ενδιαφέρθηκε ζωηρά για τη ρωσική επανάσταση, πήγε στη Μόσχα και μελέτησεν οικονομία και κοινωνικές επιστήμες στο εκεί πανεπιστήμιο (1922-1924). Εκεί συναντά τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι κι επηρεάζεται απ’ αυτόν. Η επαναστατική τούρκικη ποίηση έχει τον “πατέρα” της. Όταν επέστρεψεν αρχίζει να δουλεύει σε μιαν εφημερίδα της Σμύρνης. Στη Τουρκία όμως το κεμαλικό κίνημα μισεί την αριστερή παράταξη και ξεκινά διώξεις και συλλήψεις. Έτσι αναγκάζεται να ξαναφύγει κρυφά για τη Μόσχα. Ο Μαγιακόφσκι τονε ξαναμαγεύει και μην αντέχοντας για πολύ να ’ναι μακριά από τη πατρίδα, γυρίζει κρυφά, χωρίς διαβατήριο.
Συλλαμβάνεται κι εισπράττει τη πρώτη καταδίκη για τα επαναστατικά του φρονήματα. Μπαίνει στη φυλακή Hopa για 3 μήνες (1928). Έπειτα, εγκαθίσταται στη Κωνσταντινούπολη κι εργάζεται σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες και σε κινηματογραφικά στούντιο. Εκδίδει τα πρώτα βιβλία ποίησης και γράφει συνεχώς (1928-1932). Συλλαμβάνεται ξανά το 1931, αλλά στο δικαστήριο, απο κατηγορούμενος, γίνεται κατήγορος κι αναγκάζονται να τον αθωώσουν. Την επόμενη χρονιά τονε ξαναπιάνουν και καταδικάζεται 5 χρόνια φυλακή, όμως αφήνεται λεύτερος λόγω της αμνηστείας για τον εορτασμό των πρώτων 10 ετών της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Εργάστηκεν ως αρθρογράφος και συντάκτης σε περιοδικά κι εφημερίδες με το ψευδώνυμο Orhan Selim (1933). Μα η αντίδραση που ξέρει πια με ποιον έχει να κάνει, του στήνει προβοκάτσια το 1934. Μηνύεται επειδή έκανε δήθεν, προπαγάνδα στους σπουδαστές της Στρατιωτικής Ακαδημίας. Δικάζεται “κεκλεισμένων των θυρών“, χωρίς συνήγορο και καταδικάζεται συνολικά, σε 35ετή φυλάκιση, μα κατορθώνει να τη μειώσει στα 28 χρόνια και 4 μήνες σύμφωνα με τα άρθρα 68 κι 77 του τουρκικού ποινικού κώδικα (1938). Μπαίνει στα φοβερά μπουντρούμια της φυλακής στη Προύσα.
Οι διανοούμενοι ξεκινούν μεγάλην εκστρατεία για να πείσουν την ηγεσία να τον αμνηστεύσει. Αρχίζει απεργία πείνας στη φυλακή (1950). Τελικά, η υπόλοιπη ποινή, του χαρίζεται, μετά 13 χρόνια φυλακής. Δε μπορούσε να βρει δουλειά, μήτε να εκδόσει βιβλία, λόγω που ‘χεν οριστεί ως άτομο μ’ ειδικές ανάγκες κι είχε σταματήσει τη στρατιωτική του θητεία. Διάταγμα που ουσιαστικά είχε κείνον για στόχο. 50 χρονών πια, άρρωστος και σε τρομερά δύσκολη θέση, φοβούμενος παράλληλα τυχόν απόπειρα κατά της ζωής του, αποδέχεται τη συμβουλή του γνωστού, σύγχρονου, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Refik Erduran κι αυτοεξορίζεται. Με ρουμάνικο σκάφος, διαπλέει τη Μαύρη θάλασσα και περνά στη Ρωσία και πιο συγκεκριμένα στη Μόσχα.
Από κει πηγαίνει στο Βερολίνο, όπου μέσα σε μια κατάμεστην αίθουσα με πάνω από 500 άτομα, δίνει ένα αγωνιστικό ρεσιτάλ και καταχειροκροτείται σαν ελεύθερος πλέον αγωνιστής ποιητής. Χωρίς να σταματήσει να γράφει, περνά την υπόλοιπη ζωή του, στη Μόσχα.
Στις 3 Ιουνίου 1963 ο Ναζίμ Χικμέτ πεθαίνει και θάβεται στη Μόσχα, σ’ ηλικία 61 ετών.

Από Πόντος και Αριστερά

Ο 'Ανθρωπος Με Το Γαρύφαλο,  
Απρίλης 1952

Έχω πάνω στο τραπέζι μου
τη φωτογραφία του ανθρώπου
με τ’ άσπρο γαρούφαλο
που τον τουφέκισαν
στο μισοσκόταδο
πριν την αυγή
κάτω απ’ το φως των προβολέων.Στο δεξί του χέρι
κρατά ένα γαρούφαλο
που ‘ναι σα μια φούχτα φως
από την ελληνική θάλασσα
τα μάτια του τα τολμηρά
τα παιδικά
κοιτάζουν άδολα
κάτω απ’ τα βαριά μαύρα τους φρύδια
έτσι άδολα
όπως ανεβαίνει το τραγούδι
σα δίνουν τον όρκο τους
οι κομμουνιστές. Τα δόντια του είναι κάτασπρα
ο Μπελογιάννης γελά
και το γαρούφαλο στο χέρι του
είναι σαν το λόγο που ‘πε στους ανθρώπους
τη μέρα της λεβεντιάς
τη μέρα της ντροπής.
 

Αυτή η φωτογραφία
βγήκε στο δικαστήριο
ύστερ’ απ’ τη θανατική καταδίκη.    
                                                                             


Ο ποιητής διάβασε κάποτε στη φυλακή σύντομα και παραμορφωμένα την ιστορία του Μπεντρεντίν, του μυστικιστή λαικού ηγέτη, επαναστάτη και μάρτυρα του 14ου αιώνα και του μαθητή του και πρωτοπαλλήκαρού του, του Μουσταφά, που στο τέλος ύστερα από μια μάχη με το στρατό του πρίγκηπα Μουράτ έπεσε αιχμάλωτος στα χέρια της αρχής και σταυρώθηκε πάνω σε μια καμήλα.
Ο γενοβέζος ιστορικός Λούκα γράφει τ' ακόλουθα για το Μουσταφά:
"Κείνη την εποχή στην περιοχή του κόλπου, αντίκρυ στη Σάμο, που σήμερα ο κόσμος τον λέει κοινά Καραμπουρούν, στο Στιλάριουμ, κάνει την εμφάνισή του ένας άξεστος τούρκος χωριάτης. Τούτος ο χωριάτης αρχίζει κήρυγμα, συμβουλεύοντας τους τούρκους να μοιράσουν ανάμεσά τους τ' αγαθά: τρόφιμα, ρούχα και γης, όλα εκτός από τις γυναίκες."
Από Ναζίμ Χικμέτ-Ποιήματα (Ανατύπωση από Ελληνική Έκδοση που έγινε στις Λαικές Δημοκρατίες)

Το έπος του Σεΐχη Μπεντρεντίν

Έκανε ζέστη
Αυτός ασάλευτος πάνου στα βράχια κοίταζε
Τα μάτια του σάμπως δυο αετοί
Χιμούσανε κατά τον κάμπο
Αυτός απάνω από τα όρη του Καράμπουρουν
Κοίταζε τον ορίζοντα
Εκεί που τούτη η γης ετέλειωνε
Και σούφρωσε τα φρύδια του

Έκανε ζέστη

Ο Μουσταφά ο Λοχαγός του Μπεντρεντίν κοίταζε
Κοίταζε δίχως φόβο
Ο χωρικός ο Μουσταφά
Δίχως οργή
Κοίταζε ολόισια μπροστά του
Κι από ψηλά από τα βράχια
Κοίταζαν του Μπεντρεντίν τα παλικάρια
Του Μπεντρεντίν τα παλικάρια
Πέρα απ’ τον ορίζοντα κοιτάζανε
Μ’άσπρα πουκάμισα δίχως ραφές
Με ξέσκεπα κεφάλια
Μ΄όλόγυμνα σπαθιά και πόδια
Του Μπεντρεντίν τα παλικάρια
Στον εχθρό ριχτήκανε

Τούρκοι χωριάτες του Αιδινιού

Ρωμιοί ψαράδες απ’ τη Σάμο
Να οι δέκα χιλιάδες σύντροφοι του Μουσταφά


Οι νικητές σκουπίσανε τα ματωμένα τους σπαθιά
στ' άσπρα δίχως ραφές πουκάμισα των νικημένων
κι η γη π' όλοι μαζί την είχαν τραγουδήσει
κι η γη που την οργώσανε τ' αδερφικά τους χέρια
ποδοπατήθηκε απ' τα πέταλα των αλόγων που φτάσαν το πρωί
μπρος το παλάτι της Αδριανούπολης

Νικήθηκαν




Hirosima 


Στίχοι: Nazim Hikmet
Μουσική:
Zulfu Livaneli
Εκτέλεση: Joan Baez 



Μονάκριβή μου
 

Στίχοι: Ναζίμ Χικμέτ & Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Πρώτη εκτέλεση: Μάνος Λοΐζος


Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο
μου λες στο τελευταίο σου γράμμα
πάει να σπάει το κεφάλι μου
σβήνει η καρδιά μου

Αν σε κρεμάσουν θα σε χάσω θα πεθάνω

Θα ζήσεις καλή μου θα ζήσεις
η ανάμνησή μου μαύρος καπνός
θα διαλυθεί στον άνεμο

Θα ζήσεις αδερφή

με τα κόκκινα μαλλιά της καρδιάς μου
οι πεθαμένοι δεν απασχολούν πιότερο από ένα χρόνο
τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα

Ο θάνατος ένας νεκρός που τραμπαλίζεται

στην άκρη ενός σχοινιού
σε τούτο εδώ το θάνατο
δεν αντέχει η καρδιά μου

Μα να 'σαι σίγουρη πολυαγαπημένη μου

απ' το μαύρο και μαλλιαρό
το χέρι κάποιου φουκαρά ατσίγγανου
περάσει στο λαιμό μου τη θηλειά

Άδικα θα κοιτάνε μες στα γαλάζια μάτια

του Ναζίμ να δουν το φόβο
στο σούρπωμα του στερνού μου πρωινού
θα δω τους φίλους μου κι εσένα

Και δε θα πάρω μαζί μου

κάτω απ' το χώμα
παρά μόνο την πίκρα
ενός ατέλειωτου τραγουδιού

Μέλισσά μου με τη χρυσή καρδιά

με τα μάτια πιο γλυκά απ' το μέλι
τι κάθισα και σου 'γραψα
πως ζήτησαν το θάνατό μου

Η δίκη μόλις άρχισε

δε κόβουν δα και στα καλά καθούμενα
έτσι το κεφάλι ενός ανθρώπου
σαν να 'τανε γογγύλι

Έλα έλα μη μου σκας

όλα αυτά 'ναι μακρινά ενδεχόμενα
έλα και μη ξεχνάς πως η γυναίκα ενός φυλακισμένου
δεν κάνει να 'χει μαύρες έννοιες




Λίγα γαρούφαλα

Στίχοι: Ναζίμ Χικμέτ & Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Πρώτη εκτέλεση: Μάνος Λοΐζος


Λίγα γαρούφαλα απομένουνε στις γλάστρες
Στον κάμπο θα 'χουν κιόλας οργώσει τη γης
Ρίχνουν το σπόρο
Έχουν μαζέψει τις ελιές
Όλα ετοιμάζονται για το χειμώνα

Κι εγώ γεμάτος απ' την απουσία σου

Φορτωμένος με την ανυπομονησία των μεγάλων ταξιδιών
Περιμένω σαν αγκυροβολημένο φορτηγό
μέσα στην Προύσα



Αν η μισή μου καρδιά

Στίχοι: Ναζίμ Χικμέτ
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη

Αν η μισή μου καρδιά βρίσκεται, γιατρέ, εδώ πέρα
η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται
με τη στρατιά που κατεβαίνει προς το κίτρινο ποτάμι


Η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται.


Κι ύστερα, γιατρέ, την κάθε αυγή
την κάθε αυγή, γιατρέ, με τα χαράματα
πάντα η καρδιά μου στην Ελλάδα τουφεκίζεται.


Κι ύστερα, δέκα χρόνια, γιατρέ,
που τίποτα δεν έχω μες στα χέρια μου
να δώσω στο φτωχό λαό μου,
τίποτα πάρεξ ένα μήλο
Ένα κόκκινο μήλο
Την καρδιά μου.


Μικρόκοσμος 

Στίχοι: Ναζίμ Χικμέτ
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη


Και να, τι θέλω τώρα να σας πω
Μες στις Ινδίες μέσα στην πόλη της Καλκούτας,
φράξαν το δρόμο σ' έναν άνθρωπο.
Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε.
Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχουμαι
να υψώσω το κεφάλι στ' αστροφώτιστα διαστήματα.
Θα πείτε, τ' άστρα είναι μακριά
κι η γη μας τόση δα μικρή.

Ε, το λοιπόν, ο,τι και να είναι τ' άστρα,

εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.
Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό,
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο,
είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει.
είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε



Στίχοι από stixoi.info

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου