Όταν ξέσπασε η εξέγερση στη Λιβύη το σύνολο σχεδόν της Αριστεράς (πράγμα σπάνιο) φαινόταν να ομονοεί: το δικτατορικό, εξαρτώμενο από τους δυτικούς καθεστώς του συνταγματάρχη Καντάφι καταδικαζόταν χωρίς περιστροφές και η μεγάλη πλειοψηφία της Αριστεράς συντασσόταν με την πλευρά των εξεγερμένων. Το ζήτημα φαινόταν σχετικά εύκολο για να προκαλεί συγχύσεις. Τo Κανταφικό καθεστώς έχει χάσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια κάθε αντι-ιμπεριαλιστική αίγλη: όχι μόνο είχε αποκτήσει τις καλύτερες των σχέσεων με τον δυτικό ιμπεριαλισμό τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και από τις πρώτες μέρες της εξέγερσης το καθεστώς ζητούσε τη βοήθεια και την κατανόηση της Δύσης. Το καθεστώς, την ίδια στιγμή που εξαπέλυε επιθέσεις ενάντια σε αμάχους βομβαρδίζοντας ολόκληρες πόλεις, διαλαλούσε ότι το έκανε παλεύοντας «ενάντια στην Αλ Κάιντα» κα ότι αυτό ήταν «προς το συμφέρον ολόκληρης της Δύσης», συμπεριλαμβανομένου και του Ισραήλ. Το καθεστώς, άλλωστε, χρησιμοποίησε συμβούλους και όπλα των σιωνιστών του Ισραήλ στην προσπάθειά του να καταπνίξει στο αίμα την εξέγερση στη Λιβύη.[1]
Τι ποιο εύκολο λοιπόν για την Αριστερά να τοποθετηθεί υπέρ της εξέγερσης και κατά του δικτατορικού καθεστώτος;
Ωστόσο, σε αυτόν τον κόσμο, τίποτα δεν είναι εύκολο και απλό…
Άρκεσε η στρατιωτική επέμβαση των Δυτικών για να ξανακάνει την εμφάνισή της θριαμβευτικά η σύγχυση που τόσο συχνά χαρακτηρίζει την Αριστερά.
Όπως ήταν αναμενόμενο η πρώτη αντίδραση προήλθε από την πατριωτική Αριστερά. Γι’ αυτήν ο αντι-ιμπεριαλισμός πάντοτε λειτουργούσε ως πρόσχημα για την υπεράσπιση των «εθνικών δικαίων». Η ταξική ανάλυση εξαφανίζεται όταν πρόκειται για τα «ιερά» ενός έθνους. Ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος αυτής της λογικής δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ως προς το τι σημαίνει η εφαρμογή αυτής της λογικής στην περίπτωση της Λιβύης.
Έτσι κατά τον Γιώργο Δελαστίκ:
«Παρά το συμβιβασμό του αιμοσταγούς –και μάλιστα με το αίμα του λαού του– λίβυου τυράννου με τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους κατά την τελευταία δεκαετία και ιδίως την τελευταία πενταετία, στόχος των Αμερικανονατοϊκών είναι με τον πόλεμο που θα εξαπολύσουν εναντίον της Λιβύης να αντικαταστήσουν τον «προσκυνημένο» Καντάφι με ένα ακόμη πιο δουλόφρον καθεστώς ανδρεικέλων, το οποίο θα υπηρετήσει χωρίς δισταγμό τα συμφέροντα των Αμερικανών και των Ευρωπαίων, δίνοντάς τους φυσικά πρώτα απ’ όλα τα πετρέλαια και το φυσικό αέριο της χώρας προς λεηλασία. Από τη στιγμή που θα εκδηλωθεί η αμερικανονατοϊκή επίθεση, αλλάζει ο χαρακτήρας του πολέμου. Από εμφύλιος μετατρέπεται σε εθνικός αμυντικός πόλεμος, με τον Καντάφι να ηγείται αντικειμενικά των λιβυκών δυνάμεων που αντιστέκονται στους ιμπεριαλιστές επιδρομείς. Αντιθέτως και ανεξάρτητα από το πώς ξεκίνησαν, οι αντικανταφικοί δρουν ως δοσίλογοι συνεργάτες των ξένων επιδρομέων εναντίον της χώρας τους και περιμένουν από τους επίδοξους κατακτητές να τους διορίσουν ως κυβέρνηση! Καθεστώς ανδρεικέλων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, επομένως και του Ισραήλ, θα αποτελέσει όποια αντικανταφική κυβέρνηση πάρει την εξουσία με αυτόν τον τρόπο».[2] [Οι υπογραμμίσεις δικές μας].
Στην ίδια λογική με του Δελαστίκ ουσιαστικά κινείται και το παραληρηματικό κείμενο του Τάκη Φωτόπουλου στην Ελευθεροτυπία. Αρχικά ο Φωτόπουλος αμφισβητεί τις εξεγέρσεις στις αραβικές χώρες συλλήβδην παρουσιάζοντάς τες περίπου ως υποκινούμενες από τους Αμερικανούς:[3]
«Εδώ και μερικές εβδομάδες, ο κόσμος -υποτίθεται- παρακολουθεί νέες πράξεις του επικού έργου «ο λαός εναντίον του τυράννου» που ξεκίνησε στην Τυνησία, συνεχίστηκε στην Αίγυπτο και τώρα διαδραματίζεται στην Υεμένη, το Μπαχρέιν και τη Σαουδική Αραβία. Φυσικά, ακόμη και όταν οι πρώτες πράξεις είχαν κάποιο σχετικά αίσιο τέλος, με την αποπομπή των τυράννων, αυτό οφειλόταν στην ανοχή του στρατού (που ελέγχεται από τις ΗΠΑ), ο οποίος την επέτρεψε! Γι’ αυτό και τα καθεστώτα ακόμη παραμένουν…»
Σύμφωνα με τον Φωτόπουλο παρά τις αντιφάσεις του καθεστώτος, ο Καντάφι -στο τέλος-τέλος- υπερασπίζεται τα εθνικά συμφέροντα της Λιβύης:
«Στη Λιβύη, επομένως, δεν έχουμε, όπως στις προαναφερθείσες εξεγέρσεις, ένα λαό που σχεδόν σύσσωμος στρέφεται κατά του τυράννου: από τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα μέχρι τη μεσοαστική «νεολαία του Ιντερνετ». Αντίθετα, έχουμε από την αρχή έναν εμφύλιο πόλεμο, όπου, όπως στη Γιουγκοσλαβία, η υπερεθνική ελίτ υποστηρίζει παντοιοτρόπως τη «δική της» πλευρά που έσπευσε ν’ αναγνωρίσει πριν καν επικρατήσει.
[…]
Ο στόχος της νέας εγκληματικής εκστρατείας της υπερεθνικής ελίτ είναι ο ίδιος όπως στο Ιράκ: η ουσιαστική αποδιάρθρωση της χώρας, ώστε, έπειτα από «αλλαγή καθεστώτος» που θα αντικαταστήσει το αναξιόπιστο (για την υπερεθνική ελίτ) καθεστώς του Καντάφι με ένα γνήσιο πελατειακό καθεστώς, θα οδηγήσει στην περιέλευση του εθνικού πλούτου στα χέρια των πολυεθνικών της υπερεθνικής ελίτ, για την «αξιοποίησή» του… ».
Όσοι παρουσιάζουν σήμερα τον Καντάφι ως «αντικειμενικά» ηγέτη της αντίστασης στον ιμπεριαλισμό βρίσκονται εκτός κάθε πραγματικότητας. Το κανταφικό καθεστώς αποτελεί μετεξέλιξη των παλιών καθεστώτων του «αραβικού εθνικισμού» (τα αποκαλούσαν επίσης «αραβικό σοσιαλισμό») που πράγματι αρχικά είχαν συγκρουστεί με τον ιμπεριαλισμό. Χρειάζεται επομένως να κάνουμε μια μικρή ιστορική αναδρομή για να θυμηθούμε τις αιτίες που δημιούργησαν αυτά τα καθεστώτα καθώς, επίσης, και τη μετεξέλιξη τους.
Ι. Ιμπεριαλιστική επέμβαση και αντίσταση
Η ιμπεριαλιστική επέμβαση στις αραβικές χώρες κορυφώθηκε στον 19ο αιώνα και μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το σύνολο σχεδόν του αραβικού κόσμου είχε μετατραπεί είτε σε αποικίες είτε είχαν εγκαθιδρυθεί προτεκτοράτα και πελατειακά καθεστώτα. Οι προσπάθειες των ντόπιων αρχουσών τάξεων να μιμηθούν το δυτικό καπιταλισμό με σκοπό κάποια στιγμή, μέσω της ανάπτυξης, να ανεξαρτητοποιηθούν οδηγήθηκαν σε αποτυχία. Κάτω από τις πιέσεις του δυτικού καπιταλισμού, η αγροτική παραγωγή κατευθύνθηκε για να καλύψει τις ανάγκες των δυτικών βιομηχανιών (στην Αίγυπτο επιβλήθηκε σχεδόν η μονοκαλλιέργεια βάμβακος, για τις ανάγκες τις αγγλικής βιομηχανίας) ενώ εμπορικές συμφωνίες επέβαλαν την κυριαρχία του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Στο τέλος οι αραβικές χώρες κατέληξαν υπερχρεωμένες στις δυτικές τράπεζες. Τα αραβικά αστικά κόμματα είχαν πλήρως αποτύχει τόσο στο να επιτύχουν την ανεξαρτησία, όσο και στον εκδημοκρατισμό των αραβικών κοινωνιών. Στην Αίγυπτο παρέμεναν βρετανικά στρατεύματα κατοχής, ενώ το καθεστώς του βασιλιά Φαρούκ ήταν διεφθαρμένο και κάτω από τον έλεγχο των Βρετανών.
Στο κενό που άφηνε, από τη μια η «εθνική μπουρζουαζία» και από την άλλη η ανυπαρξία αυτόνομου εργατικού κινήματος, εμφανίστηκε ο «αραβικός εθνικισμός». Κομμάτια μικροαστικά, με δύναμη στον κρατικό μηχανισμό, στην προκειμένη περίπτωση στον στρατό, ανέλαβαν τον ηγετικό ρόλο. Τον Ιούλιο του 1952 στην Αίγυπτο, ο Γκεμάλ Αμπντέλ Νάσερ και οι Ελεύθεροι Αξιωματικοί κατέλαβαν την εξουσία. Κατάργησαν τη βασιλεία και ανακήρυξαν την χώρα σε δημοκρατία. Στο πρόγραμμά τους διακήρυσσαν την «κατάργηση της φεουδαρχίας», την «εθνική ανεξαρτησία» και την «κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης». Στα 1956 ο Νάσερ έγινε σύμβολο του αντιαποικιακού αγώνα, όταν εθνικοποίησε τη διώρυγα του Σουέζ και συγκρούστηκε στρατιωτικά με Βρετανούς, Γάλλους και Ισραηλινούς. Η επίδραση του Νάσερ στον αραβικό κόσμο ήταν καταλυτική. Σε λίγα χρόνια ανάλογα καθεστώτα είχαν επιβληθεί στη Συρία και το Ιράκ, ενώ άμεση ήταν η νασερική επίδραση στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο της Αλγερίας και στην Αλ Φατάχ του Αραφάτ.
Ο Νάσερ προσπάθησε να απαλλαγεί από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση αναπτύσσοντας βαριά βιομηχανία, να υποκαταστήσει τις εισαγωγές με την ανάπτυξη ντόπιας βιομηχανίας. Προσπάθησε, με τη στήριξη της ΕΣΣΔ, να μιμηθεί το κρατικοκαπιταλιστικό μοντέλο. Όμως σύντομα απέτυχε. Η Αιγυπτιακή βιομηχανία αποδείχθηκε αναποτελεσματική στη διεθνή αγορά, παρέμεινε εξαρτημένη από τις εισαγωγές προϊόντων και τεχνολογίας. Η έλλειψη συναλλάγματος οδήγησε τη χώρα ξανά στην υπερχρέωση, ενώ την έκανε δέσμια της ξένης οικονομικής «βοήθειας».
Στο εσωτερικό το καθεστώς του Νάσερ (και τα αντίστοιχα Μπααθικά καθεστώτα σε Συρία-Ιράκ) ήταν αυταρχικό και απαγορευτικό για οποιαδήποτε εργατική αυτόνομη οργάνωση. Απαγορεύτηκαν όλα τα κόμματα, ενώ τσακίστηκαν τα εργατικά συνδικάτα. Με την άνοδο του Νάσερ στην εξουσία συνδικαλιστές οδηγήθηκαν στην κρεμάλα. Ένα προνομιούχο στρώμα γραφειοκρατών και τεχνοκρατών ευημερούσε, την ίδια στιγμή που η πλειοψηφία ζούσε στα όρια της επιβίωσης.
Αντίστοιχη ήταν και η πορεία στις άλλες αραβικές χώρες. Στην Αλγερία π.χ., από ένα σύνολο πληθυσμού 8,2 εκατομμυρίων κατοίκων, μόλις 2 εκατομμύρια κέρδισαν το οτιδήποτε από την αγροτική μεταρρύθμιση. Οι υπόλοιπη είχαν να «επιλέξουν» ανάμεσα στην εξαθλίωση και τη μετανάστευση στις πόλεις, όπου τους περίμενε είτε η ανεργία είτε μισθοί πείνας.
Στην αποτυχία των καθεστώτων του «αραβικού εθνικισμού» να προσφέρουν οικονομική ανάπτυξη ή κάποιας μορφής κοινωνική δικαιοσύνη προστέθηκε η αποτυχία να αντιμετωπίσει τον ιμπεριαλισμό. Στα 1967 το Ισραήλ, με την υποστήριξη των δυτικών, κατανίκησε τους αραβικούς στρατούς επιβάλλοντας ξανά τον ιμπεριαλιστικό έλεγχο της περιοχής.
Η αποτυχία του «αραβικού εθνικισμού» έφτασε στην λογική της κατάληξη, μετά τον θάνατο του Νάσερ στα 1970 από τον διάδοχό του Ανουάρ Σαντάτ. Μετά τον πόλεμο του 1973 ο Σαντάτ ξαναπήρε από τους Ισραηλινούς το Σινά, και με το κύρος του «απελευθερωτή», ξαναέφερε την Αίγυπτο στη σφαίρα επιρροής των δυτικών. Διέλυσε τα κρατικά μονοπώλια και ενθάρρυνε ένα ακραίο νεοφιλελευθερισμό. Σε λίγα χρόνια το αιγυπτιακό καθεστώς έγινε συνώνυμο της εξάρτησης, της διαφθοράς και των φοβερών ανισοτήτων. [4]
Το Μπααθικό καθεστώς στο Ιράκ μετά τα πρώτα «ριζοσπαστικά» χρόνια πέρασε υπό τον Σαντάμ Χουσείν με τις ΗΠΑ στον πόλεμο κατά της Ιρανικής επανάστασης τη δεκαετία του 1980, μετά στην εισβολή στο Κουβέιτ και τέλος στην κατοχή του από τους αγγλοαμερικανούς.
ΙΙ. Τα τελευταία υπολείμματα
Α)Λιβύη
Το καθεστώς του Καντάφι προέκυψε ως μέρος του «αραβικού εθνικισμού». Το 1969 ανατράπηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα ο βασιλιάς Ιντρίς και εγκαθιδρύεται η Λιβυκή Αραβική Δημοκρατία. Με την εκτόξευση των τιμών του πετρελαίου, που ακολουθεί τα επόμενα χρόνια, το καθεστώς εγκαθιδρύει ένα είδος κοινωνικού κράτους μέσω του οποίου εξαγοράζει ένα βαθμό κοινωνικής συναίνεσης. Στις δεκαετίες του 1970 και 1980, το λιβυκό καθεστώς με όπλα από το ανατολικό μπλοκ και την τότε ΕΣΣΔ εγκαθιδρύει ένα αστυνομικό καθεστώς ενώ εμπλέκεται σε πολέμους με το γειτονικό Τσαντ. Ο Καντάφι ήταν επίσης στενός σύμμαχος του αιμοδιψούς δικτάτορα της Ουγκάντα Ιντί Αμίν Νταντά.
Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τη Λιβύη ως εχθρό και τη δεκαετία του 1980 ο τότε πρόεδρος Ρέιγκαν διατάζει το βομβαρδισμό μιας κατοικίας του Καντάφι.
Στη δεκαετία του 1990 το καθεστώς αρχίζει να βελτιώνει τις σχέσεις του με τους πρώην δυτικούς εχθρού του. Τη δεκαετία αυτή η ισλαμική αντιπολίτευση έγινε πραγματική απειλή για το καθεστώς. Ταυτόχρονα, με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ χάθηκε για το καθεστώς η πηγή στρατιωτικού εξοπλισμού. Με την έκλειψη του κινήματος των χωρών του «Τρίτου Κόσμου» το καθεστώς έχανε και τα τελευταία υπολείμματα των ιδεολογικών του αναφορών.
Το καθεστώς αντέδρασε προσεγγίζοντας τις ΗΠΑ, μια διαδικασία που επιταχύνθηκε μετά το 2001. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 η Λιβύη συνάσσεται με τις ΗΠΑ στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Αποκαθίστανται οι διπλωματικές σχέσεις με τις ΗΠΑ και εταιρείες όπως ExxonMobil και Chevron σπεύδουν να πάρουν συμβόλαια από το καθεστώς. Για να αποδείξει στους δυτικούς τη στροφή του το καθεστώς συμμετείχε σε αντι-ισλαμικές επιχειρήσεις στις Φιλιππίνες ενώ προσφέρθηκε να αποζημιώσει τα θύματα του Lockerbie.[5] Δυτικά οπλικά συστήματα άρχισαν να εισρέουν προς το καθεστώς. Το κανταφικό καθεστώς πύκνωσε τις τάξεις των στρατιωτικών δικτατοριών που αποτελούν «πελάτες» των ΗΠΑ, πράγμα που επέτρεψε στο καθεστώς να επιβιώνει μέχρι σήμερα.
Το 2004 ο Μπους τερματίζει το εμπορικό εμπάργκο κατά της Λιβύης. Παράλληλα το καθεστώς αποκτά στενές σχέσεις με την Ιταλία, της οποίας η Λιβύη αποτέλεσε αποικία.
Το Λιβυκό καθεστώς από τη δεκαετία του 1990 ακολουθεί ολοένα και περισσότερο νεοφιλελεύθερη πολιτική η οποία είχε ως αποτέλεσμα το γκρέμισμα του όποιου κοινωνικού κράτους είχε απομείνει. Η Λιβύη είναι χώρα με τεράστια αποθέματα πετρελαίου -εξάγει περί τα 1,5 εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα, μια από τις μεγαλύτερες χώρες της Αφρικής σε αποθέματα πετρελαίου. Παρ’ ότι χώρα με μικρό πληθυσμό (περίπου 6 εκατομμύρια) η ανεργία είναι πολύ υψηλή ενώ ο μηνιαίος μισθός είναι περίπου στα 250 δολάρια το μήνα. Η διαφθορά είναι εκτεταμένη, με πρώτη και καλύτερη της οικογένειας του Καντάφι η οποία έχει καταληστεύσει τη χώρα και διατηρεί λογαριασμούς σε δυτικές τράπεζες πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Αυτές οι μετατοπίσεις του καθεστώτος προς την ενίσχυση του αυταρχισμού, το φιλελευθερισμό και τη συνεργασία με τον ιμπεριαλισμό, συνοδεύτηκαν από μία αναβίωση του φυλετισμού. Ένας από τους στόχους του κινήματος της Ένωσης των Ελεύθερων Αξιωματικών το 1969 ήταν και ο περιορισμός του φυλετικού συστήματος δόμησης της Λιβυκής κοινωνίας. Και πραγματικά τα πρώτα χρόνια ο φυλετισμός είχε περιοριστεί. Όμως καθώς υποχωρούσε η δημοτικότητα του ηγέτη και του καθεστώτος του και καθώς τα διάφορα τμήματα των αξιωματικών που είχαν παίξει ρόλο στο κίνημα του 1969 οδηγούνταν στο πολιτικό περιθώριο, ο Καντάφι άρχισε να στηρίζεται και να ενισχύει το σύστημα της φυλετικής οργάνωσης, σε μία προσπάθεια να διασπάσει τη λιβυκή κοινωνία, ενισχύοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ των φυλών.[6]
Β) Συρία
Το τελευταίο Μπααθικό καθεστώς είναι αυτό της Συρίας και η εξέγερση που συμβαίνει σήμερα, ανεξάρτητα της κατάληξης της, υπογραμμίζει (και αυτή…) την παρακμή-έκλειψη του «αραβικού εθνικισμού». Όπως και τα άλλα αντίστοιχα καθεστώτα, το καθεστώς στη Συρία πέρασε από τη ριζοσπαστική του περίοδο (που κυρίως εκφραζόταν από την αντίθεση με το δυτικό ιμπεριαλισμό) στη συντηρητική του φάση όπου το κύριο ζητούμενο είναι η διαιώνιση του δικτατορικού καθεστώτος.
Το καθεστώς είναι βαθύτατα αντιδημοκρατικό και βάρβαρα καταπιεστικό. Οι σημερινές διαδηλώσεις είναι οι μεγαλύτερες από το 1982. Τότε μια ισλαμική εξέγερση οδήγησε σε σφαγή από το καθεστώς τουλάχιστον 10.000 ανθρώπων στην πόλη Χαμά. Ο Ριφαάτ αλ Άσαντ, αδελφός του σημερινού δικτάτορα, βομβάρδισε με πυροβολικό την πόλη τιμωρώντας συλλογικά ολόκληρο τον πληθυσμό της.[7]
Ο σημερινός δήθεν «αντιιμπεριαλισμός» του καθεστώτος δεν αποτελεί παρά πρόσχημα και ιδεολογικό άλλοθι για τη διαιώνισή του. Δεν αποτελεί μυστικό ότι το συριακό καθεστώς είναι διευθετημένο να υπογράψει συμφωνία ειρήνης με το Ισραήλ αν το τελευταίο αποσυρθεί από τα υψώματα του Γκολάν που κατέχει από το 1967. Για το σκοπό αυτό το καθεστώς εδώ και δεκαετίες αφήνει ανοικτά όλα τα κανάλια επικοινωνίας με τους δυτικούς ενώ συχνά-πυκνά προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ο Χαφέζ αλ Άσαντ, πατέρας του σημερινού δικτάτορα, στη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου το 1991 συντάχθηκε με τις ΗΠΑ στον πόλεμο για την εκδίωξη του Ιράκ από το Κουβέιτ. Οι ΗΠΑ ως ανταμοιβή αναγνώρισαν την τότε κυρίαρχη θέση της Συρίας στο Λίβανο -θέση που διατήρησε η Συρία μέχρι το 2005 οπότε και εξαναγκάστηκε να αποσυρθεί από το Λίβανο μετά από διαδηλώσεις. Η περίπτωση του Λιβάνου είναι χαρακτηριστική. Η παρουσία των συριακών στρατευμάτων στο Λίβανο εμπόδιζε τη ριζοσπαστικοποίηση της λιβανέζικης κοινωνίας και λειτουργούσε σαν εγγύηση πολιτικής «σταθερότητας». Μόνο μετά την απομάκρυνση των συριακών στρατευμάτων έγινε δυνατή η ανάπτυξη και η ανεξάρτητη πολιτική δράση της Χεζμπολάχ ενάντια στον ισραηλινό ιμπεριαλισμό, καθώς και η αλλαγή του πολιτικού συσχετισμού στο εσωτερικό του Λιβάνου.
Το προηγούμενο καλοκαίρι αντιπροσωπία από τις Microsoft, Dell, Cisco Systems επισκέφτηκε τον Μπασάρ αλ Άσαντ με σκοπό επενδύσεις στη Συρία. Για τις ΗΠΑ το σημερινό καθεστώς είναι προτιμότερο από ένα ενδεχόμενο σουνιτικό ριζοσπαστικό ισλαμικό καθεστώς που θα διαδεχόταν τη μειοψηφία Αλεβιτών που κυβερνά δικτατορικά σήμερα.
Αυτό που πράγματι φοβούνται οι ΗΠΑ είναι μια δημοκρατική αλλαγή που θα έδινε φωνή σε ριζοσπάστες που θα ζητούσαν κοινωνικές αλλαγές και θα είχαν μια πραγματικά αντισιωνιστική πολιτική στην περιοχή. Οι ΗΠΑ έχουν πικρή πείρα από δημοκρατικές αλλαγές που έφεραν στην κυβέρνηση τις «λάθος δυνάμεις» για αυτές. Για παράδειγμα, οι ελεύθερες εκλογές στην Παλαιστίνη έφεραν τη νίκη της Χαμάς, ενώ στον Λίβανο την κατακόρυφη άνοδο της Χεσπολάχ. Αυτός είναι ο λόγος που οι δυτικοί αντιδρούν πολύ προσεκτικά στη σφαγή των αμάχων στη Συρία. Οι δυτικοί είναι υπέρ των δημοκρατικών αλλαγών μόνον αν αυτές σημαίνουν την άνοδο των δυνάμεων που είναι πειθήνιες στα συμφέροντά τους, διαφορετικά…
Τα καθεστώτα της Λιβύης και της Συρίας θέτουν για την Αριστερά επιτακτικά το ζήτημα του ποιες κοινωνικές δυνάμεις μπορούν να διεξάγουν (πραγματικά και αποτελεσματικά) αντιιμπεριαλιστική πάλη σήμερα.
Αρκεί ένα καθεστώς να βρεθεί σε τροχιά σύγκρουσης με μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και αμέσως το γεγονός αυτό εξαναγκάζει την Αριστερά να συμπαρασταθεί στο καθεστώς ακόμα και αν είναι δικτατορικό και έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με τον ιμπεριαλισμό; Το καθεστώς του Καντάφι, όπως ισχυρίζεται ο Δελαστίκ, από τη στιγμή που δέχεται επίθεση από τον ιμπεριαλισμό αυτό λειτουργεί ως κολυμβήθρα του Σιλοάμ, και ο Καντάφι θα πρέπει να αναλάβει «αντικειμενικά» την ηγεσία του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα;
Το ερωτήματα είναι πραγματικά και σύνθετα. Αν το καθεστώς του Καντάφι αποτέλεσε πιστό σύμμαχο των Δυτικών τα τελευταία χρόνια (και επομένως η απάντηση ενδεχομένως να είναι εύκολη) δεν συμβαίνει το ίδιο με το συριακό καθεστώς. Η Συρία συνεχίζει να βρίσκεται σε αντιπαλότητα με τη Δύση. Δεν έχει υπογράψει ξεχωριστή συμφωνία ειρήνης με το Ισραήλ, στήριξε τη Χεσμπολάχ στον πόλεμο με το Ισραήλ το 2006 ενώ δεν συνεργάζεται στην κατοχή του Ιράκ.
Η απάντηση στο ερώτημα τι συνιστά αντιιμπεριαλιστική πάλη σήμερα θα πρέπει να είναι ξεκάθαρη και έχει δυο προϋποθέσεις:
Πρώτον, η αντιιμπεριαλιστική πάλη είναι άμεσα συνδεδεμένη με τους αγώνες της εργατικής τάξης της χώρας που τη διεξάγει. Είναι μέρος των γενικότερων λαϊκών αγώνων. Οι αγώνες για δημοκρατία και ελευθερία είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να διεξαχθεί αποτελεσματικά και με συνέπεια η αντιιμπεριαλιστική πάλη. Όπου διεξήχθη με κάποια επιτυχία αντιιμπεριαλιστικός αγώνας, από την Κίνα στις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι ακόμα και στην πρώτη φάση του «αραβικού εθνικισμού», αυτό ήταν συνυφασμένο με δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί. Η πίεση από τα κάτω αποτελεί προϋπόθεση του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα: χωρίς τη λαϊκή συμμετοχή, η αστική τάξη είναι πάντοτε έτοιμη να συμβιβαστεί με τον ιμπεριαλισμό. Χωρίς δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις είναι αδύνατον να διεξαχθεί αντιιμπεριαλιστική πάλη. Αυτός είναι ένας από τους σοβαρότερους λόγους που δικτατορικά καθεστώτα σαν της Λιβύης ή της Συρίας είναι αδύνατον να διεξάγουν οποιουδήποτε είδους αντιιμπεριαλιστικό αγώνα.
Δεύτερον, η αντιιμπεριαλιστική πάλη συνιστά ρήξη με τα συμφέροντα όχι μόνο των Δυτικών ιμπεριαλιστών αλλά και με τις ντόπιες αστικές κοινωνικές δυνάμεις που συμμετέχουν και διαιωνίζουν την παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σήμερα που δεν υφίστανται άμεση αποικιοκρατία, όπως στο παρελθόν, και που πολλές χώρες «μεσαίας» ανάπτυξης διαγκωνίζονται στη δημιουργία δικών τους σφαιρών επιρροής (τοπικοί υποϊμπεριαλισμοί), άλλοτε με την ανοχή και άλλοτε σε σύγκρουση με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Για τα απομεινάρια του «αραβικού εθνικισμού» το πρώτιστο καθήκον είναι τα συμφέροντα του δικού τους καπιταλισμού και γι’ αυτό οι κύριοι αντίπαλοί τους είναι άλλα αραβικά καθεστώτα ή τα ριζοσπαστικά κινήματα των χωρών τους και όχι ο δυτικός ιμπεριαλισμός.
Η Συρία αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω. Θέτοντας πάνω απ’ όλα τα συμφέροντα του συριακού καπιταλισμού στα 1976 η Συρία εισβάλει στο Λίβανο παρεμβαίνοντας στον εμφύλιο πόλεμο που μαινόταν εκείνη την περίοδο. Οι συριακές δυνάμεις τάσσονται με το πλευρό των αντιδραστικών δυνάμεων των Μαρωνιτών χριστιανών και κατασφάζουν τους αριστερούς Λιβανέζους και τους Παλαιστίνιους συμμάχους τους. Η Συρία μετατρέπει το Λίβανο, με τη σιωπηλή αναγνώριση των ΗΠΑ, σε πολιτικό και οικονομικό προτεκτοράτο της Συρίας μέχρι το 2005.[8]
Ούτε, λοιπόν, η Συρία ούτε η Λιβύη του Καντάφι μπορούν να διεξάγουν αντιιμπεριαλιστικό πόλεμο γιατί δεν καλύπτουν καμιά από τις δυο προϋποθέσεις. Όποιος έχει αυταπάτες ότι ο Καντάφι μπορεί «αντικειμενικά» να διεξάγει ένα τέτοιο πόλεμο απλά αποκαλύπτει ότι για αυτόν το «εθνικό» προηγείται του ταξικού. Η επαναστατική Αριστερά δεν είναι δυνατόν να ακολουθήσει αυτή τη γραμμή που το μόνο που εγγυάται είναι την ήττα και του εργατικού κινήματος αλλά και της αντιιμπεριαλιστικής πάλης. Προϋπόθεση για να κερδηθεί η μάχη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και το μαντρόσκυλό του το σιωνιστικό Ισραήλ, είναι οι αραβικοί λαοί να ανατρέψουν τα διεφθαρμένα δικτατορικά καθεστώτα που αποτελούν και τα πραγματικά στηρίγματα του ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που η Αριστερά πρέπει να δώσει την αμέριστη και χωρίς όρους συμπαράστασή της στα ανατρεπτικά κινήματα του αραβικού κόσμου -και φυσικά και της Λιβύης.
Στρατιωτικές επεμβάσεις και η ναυμαχία του Ναβαρίνου
Αν η πατριωτική Αριστερά φλερτάρει ανοικτά με το καθεστώς Καντάφι υπάρχει και ο αντίποδάς της που είναι εξ’ ίσου προβληματικός. Και αυτή είναι η υπεράσπιση της επέμβασης του ιμπεριαλισμού (ή η ουδέτερη στάση απέναντί της) στο όνομα του «ανθρωπισμού» -«για να σωθούν ζωές αμάχων». Μέρος αυτής της επιχειρηματολογίας χρησιμοποιεί τη… ναυμαχία του Ναβαρίνου ως επιχείρημα υπέρ της επέμβασης των Δυτικών. Απρόβλεπτα σχεδόν, ένα μέρος της Αριστεράς χρησιμοποιεί το ίδιο επιχείρημα για να τηρήσει ουδέτερη στάση. Έτσι στο πολύ καλό μπλογκ των συντρόφων του ΕΟΣ σε μια κατά τα άλλα αξιόλογη ανάλυση (στο μεγαλύτερο μέρος της οποίας ο υπογράφων αυτή τη δημοσίευση συμφωνεί), διαβάζουμε για τη Λιβύη:
«Αν πραγματικά στηρίζουμε την Λιβυκή εξέγερση, θα πρέπει να σεβόμαστε το δικαίωμα των εξεγερμένων να προσδιορίζουν οι ίδιοι τους συμμάχους τους και τους αντιπάλους τους. Το μέλλον της εξέγερσης ανήκει σε αυτούς, που σήμερα δίνουν και την ζωή τους απέναντι στα καθεστωτικά στρατεύματα του Καντάφι. Αν οι εξεγερμένοι – που χθες είχαν ζητήσει την επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στη Λιβύη – σήμερα πανηγυρίζουν για τους βομβαρδισμούς ενάντια στο στρατό του Καντάφι από στρατιωτικές δυνάμεις της Δύσης, στο όνομα ποιάς “πολιτικής γραμμής” θα εναντιωθούμε εμείς απέναντι σε αυτές τις επιλογές τους;
Ας δούμε μερικές αντιστοιχίες αυτής της συγκυρίας με την δική μας ιστορία. Στις αρχές του 1827 η Επανάσταση του 21 έπνεε τα λοίσθια. Στην Ηπειρωτική Ελλάδα είχε κατασταλεί και μόνο στο ανατολικό τμήμα της Πελοποννήσου παρέμενε ζωντανή. Κι εκεί, όμως, απειλείτο από τον Ιμπραήμ, που με αμείωτη ένταση συνέχιζε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του στην Πελοπόννησο και σκόπευε να εκστρατεύσει κατά του Ναυπλίου και της Ύδρας. Όμως, η παρέμβαση των “Συμμάχων” στις 20 Οκτωβρίου του 1827 στον κόλπο του Ναβαρίνου κατέστρεψε τον τουρκικό στόλο και διέσωσε την ελληνική Επανάσταση. Στην ναυμαχία του Ναβαρίνου κρίθηκε η ύπαρξη του ελληνικού κράτους. Αν υπήρχε η σημερινή Αριστερά εκείνη την εποχή, τι στάση θα κρατούσε; Θα έκανε “πόλεμο στον πόλεμο των ιμπεριαλιστών”;».[9]
Ένα μεθοδολογικό πρόβλημα
Το επιχείρημα που χρησιμοποιεί τη ναυμαχία του Ναβαρίνου είναι τελικά εύστοχο γιατί μας εξαναγκάζει να σκεφτούμε το παρόν έστω και με έναν στρεβλό τρόπο.
Κατ’ αρχάς το επιχείρημα είναι κάπως ανιστόρητο. Συγχέει διαφορετικές ιστορικές εποχές με αποτέλεσμα να οδηγείτε σε λάθος συλλογιστική. Ο 19ος αιώνας ήταν για αρκετές χώρες του πλανήτη αιώνας μετάβασης από το φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής (ή τον ασιατικό τρόπο παραγωγής όπως ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία) στον καπιταλισμό -διαδικασία που θα την ονομάζαμε, γενικά, προοδευτική.
Δεν ισχύει το ίδιο σήμερα. Ζούμε σε εποχές ενός οικουμενικού καπιταλισμού (δεν υπάρχει χώρα στον πλανήτη που να μην είναι καπιταλιστική). Ειδικότερα, σήμερα, η οικονομική κρίση (η μεγαλύτερη από τη δεκαετία του 1930) έχει οξύνει τους ανταγωνισμούς, συγκρούονται τα συμφέροντα μεγάλων και μεσαίων ιμπεριαλιστικών χωρών. Επιπλέον τα τελευταία χρόνια έχουμε την προσπάθεια των μεγάλων Δυτικών χωρών να ελέγξουν άμεσα τα πετρέλαια του αραβικού κόσμου με στρατιωτικές εισβολές. Η Λιβύη είναι ένα ανεξάρτητο καπιταλιστικό κράτος, πλούσιο σε πετρέλαια και στο οποίο έχει ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος. Η επέμβαση των Δυτικών έχει ως στόχο τον έλεγχο των πετρελαίων αλλά, πολύ περισσότερο, να ελεγχθεί μια κοινωνική εξέγερση που μπορούσε να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις (θα επανέλθουμε στο θέμα αυτό παρακάτω).
Επομένως η σημερινή ιστορική συγκυρία δεν έχει καμιά αναλογία με την Ελλάδα του 1821.
Ωστόσο θα επιμείνουμε στο εξής: όσοι χρησιμοποιούν την αναλογία με το Ναβαρίνο δέχονται ότι υπήρχε ένα «θετικό» στοιχείο στην επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων -τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους.
Ωστόσο αυτή η προσέγγιση είναι μερική και αποσπασματική: θεωρεί την ιστορία ως ένα συνονθύλευμα «θετικών» και «αρνητικών» γεγονότων.
Η επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων δεν δημιούργησε απλά το νεοελληνικό κράτος. Η αδυναμία της ελληνικής επανάστασης να δημιουργήσει, αυτή και μόνη, το νεοελληνικό κράτος είχε συνέπειες που κράτησαν επί πολλές δεκαετίες και σφράγισαν την μοίρα όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και των Βαλκανίων. Ακολούθησαν στρατιωτικές επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας είτε για να καταπνιγούν λαϊκά κινήματα είτε για να αποπληρωθούν οι δανειστές του ελληνικού κράτους. Και, ασφαλώς, σήμαινε τη μετατροπή ολόκληρης της Βαλκανικής χερσονήσου σε «μαλακό υπογάστριο» της Ευρώπης, όπου πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα Βαλκάνια είχαν μετατραπεί σε πεδίο δοκιμής των συσχετισμών δύναμης μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Επομένως, ακόμα και με τη ζυγαριά του «θετικού-αρνητικού» είναι πολύ αμφίβολη η «θετικότητα» του Ναυαρίνου.
Οι στρατιωτικές επεμβάσεις των Δυτικών στο όνομα του «ανθρωπισμού» έχουν ήδη μια μακρά ιστορία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι ΗΠΑ εισέβαλαν με στρατεύματα στη Σομαλία υποτίθεται για να βοηθήσουν στην επισιτική κρίση που υπήρχε στη χώρα. Ωστόσο γρήγορα οι δυνάμεις των ΗΠΑ ενεπλάκησαν στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας. Στο τέλος αποχώρησαν από τη Σομαλία, αφήνοντας πίσω τους περισσότερους από 10.000 Σομαλούς νεκρούς ή τραυματίες.
Το πρότυπο των «ανθρωπιστικών παρεμβάσεων» ήταν η επέμβαση στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Η επέμβαση αυτή πραγματοποιήθηκε σε δυο φάσεις.[10]
Η πρώτη, μεταξύ 1993 και 1995, επέβαλε απαγόρευση πτήσεων πάνω από τη Βοσνία. Αυτό ωστόσο δεν εμπόδισε τη σφαγή αμάχων από ελεύθερους σκοπευτές ή με τη χρίση πυροβολικού. Το 1994 το ΝΑΤΟ κλιμάκωσε τις επιχειρήσεις βομβαρδίζοντας επίγειους στόχους εναντίον των σερβικών δυνάμεων.
Η δεύτερη φάση της επέμβασης έγινε το 1999. Τότε ΗΠΑ και Βρετανία βομβάρδισαν την Σερβία επί 78 μέρες, υποτίθεται για να προστατεύσουν τους αμάχους στο Κόσσοβο. Έγιναν περισσότερες από 9.300 επιθέσεις, υποτίθεται, κατά στρατιωτικών στόχων, αλλά στους στόχους συμπεριλαμβανόντουσαν γέφυρες, τραίνα, ένας τηλεοπτικός σταθμός και η Κινεζική πρεσβεία στο Βελιγράδι.
Παρά τα μυθεύματα της Δυτικής προπαγάνδας οι βομβαρδισμοί στο Κόσσοβο δεν έσωσαν ανθρώπινες ζωές, το αντίθετο μάλιστα. Πριν την επέμβαση του ΝΑΤΟ οι Σέρβοι εθνικιστές είχαν δολοφονήσει περί τους 2.000 Αλβανούς. Όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί, οι Σέρβοι εθνικιστές, ως αντίποινα, ξέσπασαν στον αλβανικό πληθυσμό δολοφονώντας τουλάχιστον 10.000. Οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ υπολογίζεται ότι προξένησαν τουλάχιστον 500 θύματα μεταξύ του αμάχου πληθυσμού.[11]
Το αποτέλεσμα για το Κόσσοβο ήταν η μετατροπή του σε προτεκτοράτο των Δυτικών. Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί αποτέλεσαν το πρελούδιο για την ανάπτυξη τελικά και χερσαίων δυνάμεων. Στο Κόσσοβο δημιουργήθηκε η μεγαλύτερη στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στην νοτιανατολική Ευρώπη, το στρατόπεδο Bondsteel, που αποτέλεσε μυστική φυλακή στη διάρκεια του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και που αποκαλείτε από οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων «μικρό Γκουαντάναμο».
Εντωμεταξύ, το Κόσσοβο παραμένει μια φρικτά φτωχή περιοχή, με ανεργία στο 40% και με το 45% του πληθυσμού να διαβιεί κάτω από το επίσημο όριο φτώχιας. Οι πολιτικοί του καθεστώτος είναι εντελώς διεφθαρμένοι (περίπου μαφιόζοι) με αρκετούς να έχουν εμπλακεί σε διακίνηση οργάνων δολοφονημένων Σέρβων κρατουμένων πολέμου. [12]
Το τελικό αποτέλεσμα της Νατοϊκής επέμβασης ήταν η δημιουργία τεχνικών κρατιδίων στην πρώην Γιουγκοσλαβία που επιβιώνουν ως προτεκτοράτα του ιμπεριαλισμού και στα οποία κυριαρχούν διεφθαρμένοι πολιτικοί.
Το Κόσσοβο και η πρώην Γιουγκοσλαβία περιγράφουν για το τι σχεδιάζουν για τη Λιβύη οι δυτικοί ιμπεριαλιστές σήμερα. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός: είτε θα μετατρέψουν ολόκληρη τη Λιβύη σε προτεκτοράτο τους είτε εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση θα την διασπάσουν σε μικρότερα κομμάτια.
Όσοι στην Αριστερά είναι είτε ουδέτεροι είτε αντιμετωπίζουν με ανοχή την επέμβαση των Δυτικών, παίρνουν αυτή τη στάση με την ειλικρινή πρόθεση να μην σφαγιαστούν οι εξεγερμένοι Λίβυοι. Το καθεστώς (είχε τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα) μια πανίσχυρη στρατιωτική μηχανή 119.000 ανδρών -εκτός των αστυνομικών δυνάμεων, των μισθοφόρων και των «Επαναστατικών Επιτροπών» που χρησιμοποιήθηκαν επανειλημμένα στο παρελθόν από το καθεστώς για την κατάπνιξη κάθε αντιπολιτευτικής φωνής. Πράγματι, πριν την επέμβαση των Δυτικών φαινόταν ότι η υπεροπλία του καθεστώτος τελικά θα υπερίσχυε των εξεγερμένων στα πεδία των μαχών. Επομένως, ισχυρίζεται ένα κομμάτι της Αριστεράς, η επέμβαση των Δυτικών, αν μη τι άλλο, απέτρεψε μαζικές δολοφονίες από το καθεστώς.
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να εξετάσουμε τους λόγους της επέμβασης των Δυτικών. Με μια πρώτη ματιά η επέμβαση μοιάζει κάπως δυσεξήγητη. Τα καθεστώτα που βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα της αραβικής λαϊκής εξέγερσης ήταν ή είναι (με εξαίρεση τη Συρία και το Ιράν) φιλοδυτικές δικτατορίες. Μετά τη βίαιη καταστολή στο Μπαχρέιν (με την ανοχή των Δυτικών) θα περίμενε κανείς την ίδια αντιμετώπιση και για το καθεστώς του Καντάφι. Το καθεστώς έβαζε, στην προσπάθειά βίαιης καταστολής της λαϊκής εξέγερσης, μια «κόκκινη γραμμή»: έως εδώ! Ο στρατός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καταπνίξει στο αίμα τις εξεγέρσεις. Το μήνυμα αυτό εξέπεμπε το καθεστώς του Καντάφι και σίγουρα εύρισκε στηρίγματα για αυτή την πολιτική τόσο στις διεφθαρμένες αραβικές χώρες όσο και στη Δύση. Ενδεικτικές ήσαν οι δηλώσεις του πρώην υπουργού άμυνας του Μπους και γνωστού «γερακιού» Ντόναλντ Ράμσφελντ που θεωρούσε λάθος οποιαδήποτε επέμβαση των ΗΠΑ, όπως επίσης και η διάσταση απόψεων στη κυβέρνηση του Ομπάμα ως προς το αν έπρεπε να γίνει η επέμβαση.[13]
Για ποιο λόγο, λοιπόν, έγινε η επέμβαση του ΝΑΤΟ; Η επέμβαση των ιμπεριαλιστών πραγματοποιήθηκε όταν έγινε ξεκάθαρο ότι το καθεστώς Καντάφι, παρά τις άριστες σχέσεις που διατηρούσε με τους Δυτικούς, θα ήταν παράγοντας αποσταθεροποίησης για την περιοχή. Ακόμα και αν κέρδιζε στα πεδία των μαχών, η κατάσταση αστάθειας στη Λιβύη, σημαντική πετρελαιοπαραγωγός χώρα για την Ευρώπη[14], δεν θα υποχωρούσε σύντομα. Περισσότερο ωστόσο και από αυτό για τους δυτικούς μέτρησαν δυο άλλοι παράγοντες:
Πρώτον, ένα καθεστώς στη Λιβύη που θα επιβίωνε σφαγιάζοντας τον λαό του, δεν θα μπορούσε να έχει «φυσιολογικές» σχέσεις ούτε με την Τυνησία, ούτε με την Αίγυπτο -την πιο σημαντική αραβική χώρα- μετά τις επιτυχημένες εξεγέρσεις που έγιναν σε αυτές τις χώρες.
Δεύτερον, οι εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο έχουν πάρει πλέον τη μορφή χιονοστιβάδας. Η παλιά πρακτική της στήριξης με κάθε μέσο των δυτικόφιλων δικτατοριών θα είχε πλέον για τη Δύση πολύ μεγάλο κόστος, ιδεολογικό και πολιτικό. Αντίθετα, γίνεται ολοένα και πιο αναγκαία μια πολιτική που προσπαθεί να προσεταιριστεί τις πιο συντηρητικές «μεταρρυθμιστικές» δυνάμεις του αραβικού κόσμου προς μια κατεύθυνση ανάλογη με τις «έγχρωμες επαναστάσεις» σε πρώην χώρες του κρατικού καπιταλισμού. Με άλλα λόγια, χρησιμοποιώντας οι ΗΠΑ και οι δυτικοί σύμμαχοι τους την «τεχνογνωσία» που διαθέτουν, επιδιώκουν να ανταλλάξουν τις δικτατορίες-πελάτες τους με ελεγχόμενες δημοκρατίες του κοινοβουλευτικού κρετινισμού με φιλοδυτική πολιτική. Αυτό το σχέδιο θα μπορούσε να συμπεριλάβει και χώρες εχθρικές για τους δυτικούς, όπως Συρία και Ιράν.
Ωστόσο το σχέδιο αυτό έχει εγγενείς αδυναμίες. Οι εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους, έχουν τρία κύρια χαρακτηριστικά:
Ι) Είναι εξεγέρσεις ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό. Η Αίγυπτος, η Τυνησία, η Υεμένη ήσαν επί πολλά χρόνια τα νεοφιλελεύθερα παραδείγματα που εξυμνούσαν ΔΝΤ και οι «δημοκρατικές» δυτικές κυβερνήσεις. Η «απελευθέρωση» των τιμών στα τρόφιμα και τα καύσιμα, η χρόνια ανεργία, οι χαμηλοί μισθοί ήσαν οι πυροδότες της εξέγερσης. Αυτό το γεγονός κάνει τόσο οικείες σε εμάς, στις ανεπτυγμένες δυτικές χώρες, αυτές τις εξεγέρσεις.
ΙΙ) Είναι εξεγέρσεις όπου το ζήτημα του ιμπεριαλισμού ήταν στην πρώτη γραμμή. Η αγανάκτηση για τις επεμβάσεις του ιμπεριαλισμού σε αραβικές χώρες και την υποστήριξη που παρέχει στο σιωνιστικό Ισραήλ η Δύση ήταν ένας σοβαρός παράγοντας στις εξεγέρσεις -ιδιαίτερα στην Αίγυπτο, τη χώρα που παίζει τον ηγετικό ρόλο στον αραβικό κόσμο, το γεγονός αυτό ήταν έντονα αισθητό.
ΙΙΙ) Ακριβώς επειδή τα κοινωνικά και εθνικοαπελευθερωτικά αιτήματα σε αυτές τις χώρες είναι ιδιαίτερα οξυμένα, τα δημοκρατικά αιτήματα παίρνουν πιο «ακραία» μορφή απ’ ότι στις δυτικόφιλες «έγχρωμες επαναστάσεις» σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Στην Τυνησία το λαϊκό κίνημα δεν ζητά απλά εκλογές αλλά συμμετοχή των συνδικάτων στην κυβέρνηση και στη διαμόρφωση της πολιτικής ζωής. Ο Μπαντιού γράφει για την τεράστια σημασία της δράσης των «από τα κάτω» στις εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο:
«Ναι, πρέπει να είµαστε οι µαθητές αυτών των κινηµάτων και όχι οι ανόητοι καθηγητές τους. Διότι δίνουν ζωή, µε την ιδιοφυΐα των επινοήσεών τους, σε µερικές αρχές της πολιτικής που προσπαθούν εδώ και πολύ καιρό να µας πείσουν πως είναι απαρχαιωμένες. Και ιδιαίτερα στην αρχή αυτή που δεν έπαυε να υπενθυμίζει ο Μαρά: όταν πρόκειται για την ελευθερία, την ισότητα, τη χειραφέτηση, οφείλουμε τα πάντα στις λαϊκές εξεγέρσεις.
[…]
«Αυτό το κίνηµα διεκδικεί τη δηµοκρατία»(εννοείται, αυτή που απολαµβάνουµε στη Δύση), ή «Αυτό το κίνηµα διεκδικεί µια κοινωνική βελτίωση» (εννοείται, τη µέση ευηµερία του µικροαστού της πατρίδας µας). Αρχίζοντας σχεδόν από το τίποτε, αντηχώντας παντού, η λαϊκή εξέγερση δηµιουργεί άγνωστες δυνατότητες για ολόκληρο τον κόσµο. Η λέξη «δηµοκρατία» σχεδόν δεν προφέρεται στην Αίγυπτο. Μιλούν εκεί για νέα Αίγυπτο, για αληθινό αιγυπτιακό λαό, για Συντακτική Συνέλευση, για απόλυτη αλλαγή της ύπαρξης, για πρωτοφανείς και ως τώρα άγνωστες δυνατότητες».[15]
Με δεδομένο αυτό το κλήμα σε όλες τις αραβικές εξεγέρσεις, η λιβυκή εξέγερση ήταν από τις πιο ριζοσπαστικές από κάποιες απόψεις. Όλες οι πόλεις που κατελήφθησαν από τους εξεγερμένους εξέλεξαν επαναστατικά συμβούλια που ανέλαβαν τη διοίκησή τους. Τα συμβούλια αποτελούνται από ηγέτες της εξέγερσης, προσωπικότητες και δικαστές, αντιπροσώπους φυλών και στρατιωτικών μονάδων που προσχώρησαν στην επανάσταση. Προφανώς πρόκειται για ετερόκλητη σύνθεση, επαναστατών, ριζοσπαστών και συντηρητικών στοιχείων. Ωστόσο το κρίσιμο είναι ότι για πρώτη φορά ο απλός κόσμος έχει λόγο και επιρροή, όχι κάποια απόμακρη δήθεν «αντιπροσώπευση» όπως συμβαίνει στον κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Στη Βεγγάζη η επαναστατική επιτροπή είχε αναλάβει και τον επισιτισμό της πόλης με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να δηλώνουν ότι τρέφονταν καλύτερα απ’ ότι στο παρελθόν. Πολλά εργοστάσια, τηλεοπτικοί σταθμοί, ραδιοφωνικοί σταθμοί έχουν τεθεί υπό έλεγχο των εργαζομένων.[16]
Η επέμβαση, λοιπόν, στη Λιβύη έχει πολλαπλούς στόχους ενώ αφήνει ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα:
Να επιβεβαιώσει ότι ο δυτικός ιμπεριαλισμός έχει τη στρατιωτική ισχύ να ισοπεδώσει μια χώρα και οποιαδήποτε διάδοχη κατάσταση στην περιοχή θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν της το γεγονός αυτό. Παράλληλα, να παρέμβει στην εμφύλια διαμάχη υποστηρίζοντας τις «δημοκρατικές μετριοπαθείς» δυνάμεις (στην πραγματικότητα πρώην υψηλόβαθμοι συνεργάτες του Καντάφι) στέλνοντας ένα μήνυμα ότι πίσω τους βρίσκεται η δυτική στρατιωτική ισχύ και επομένως να αυξηθούν οι πιθανότητες να κυριαρχήσουν στις εξελίξεις οι συντηρητικές δυνάμεις. Στα πλαίσια αυτά οι δυτικοί ιμπεριαλιστές δεν αποκλείουν και κάποια συνεννόηση με το ίδιο το καθεστώς -τα κανάλια επίσημης και ανεπίσημης επικοινωνίας του καθεστώτος με τους δυτικούς παραμένουν ανοικτά.[17]
Επιπλέον, η παρέμβαση αυτή προσπαθεί να ανατρέψει τη δυσμενή εικόνα της Δύσης στον αραβικό κόσμο. Μετά την άθλια κατάληξη των επεμβάσεων σε Ιράκ και Αφγανιστάν, οι εικόνες Λίβυων να πανηγυρίζουν είτε υπέρ του Σαρκοζί είτε με αμερικανικές σημαίες είναι ευλογία για τη δυτική προπαγάνδα.
Σε κάθε περίπτωση η επέμβαση των Δυτικών έχει σαν πρωταρχικό στόχο το πάγωμα κάθε ριζοσπαστικής εξέλιξης στον αραβικό κόσμο που θα έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους. Ακόμα και το σενάριο της διχοτόμησης της Λιβύης βρίσκεται στο τραπέζι των Δυτικών: πέρα από τη δημιουργία προτεκτοράτων (όπως στην πρώην Γιουγκοσλαβία) θα έστελνε ένα μήνυμα ότι η αλλαγή στον αραβικό κόσμο είναι είτε αδύνατη είτε θα πρέπει να αφεθεί στους συντηρητικούς με κάποιου είδους ελεγχόμενη «δημοκρατία» στα πλαίσια μια συνεννόησης με τη Δύση.
Αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει να αντιταχθούμε κάθετα στην επέμβαση των ιμπεριαλιστών στη Λιβύη. Γιατί απλά και καθαρά έχει ως στόχο το τσάκισμα κάθε ριζοσπαστικής και επαναστατικής διαδικασίας στη Λιβύη και ολόκληρο τον αραβικό κόσμο.
Παραμένει, ασφαλώς, το «ανθρωπιστικό» επιχείρημα. Μας λένε, αν δεν επενέβαιναν οι ιμπεριαλιστές θα σφαγιαζόταν ο λιβυκός λαός από τον Καντάφι. Η απάντηση στο επιχείρημα αυτό είναι διπλή:
Πρώτον, όπως σε όλες τις περιπτώσεις επεμβάσεων του δυτικού ιμπεριαλισμού οι άμαχοι αποτέλεσαν τα πρώτα θύματα, δεν θα αποτελέσει η Λιβύη εξαίρεση (έχουμε ήδη αναφέρει την πρώην Γιουγκοσλαβία). Στους 109.000 ανέρχεται ο αριθμός των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους στο Ιράκ από την αμερικανική εισβολή το Μάρτιο του 2003 και έως τα τέλη του 2009, με το 63% εξ αυτών να είναι άμαχοι, σύμφωνα με μυστικά αμερικανικά έγγραφα που απέκτησε η ιστοσελίδα WikiLeaks και αποκάλυψε το τηλεοπτικό κανάλι Αλ Τζαζίρα.[18] Στο Αφγανιστάν πάνω από έξι άμαχοι σκοτώνονται κάθε ημέρα.[19] Ήδη στη Λιβύη οι θάνατοι αμάχων από την επέμβαση των δυτικών αυξάνονται διαρκώς μέρα με τη μέρα.[20]
Δεύτερον, οι ιμπεριαλιστές, όπως επιχειρηματολογήσαμε προηγούμενα, έρχονται για να καταπνίξουν την επανάσταση και το ριζοσπαστισμό της. Η απελευθέρωση είτε είναι έργο των ίδιων των μαζών είτε δεν πρόκειται ποτέ να έρθει -πολύ περισσότερο να έλθει με τα όπλα του ιμπεριαλισμού. Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι εξεγερμένοι στη Λιβύη. Οι ίδιοι οι εξεγερμένοι αρχικά τόνιζαν ότι δεν αποδέχονταν οποιαδήποτε παρέμβαση των Δυτικών:
«Είμαστε ενάντια σε κάθε εξωτερική επέμβαση η στρατιωτική δράση στις εσωτερικές μας υποθέσεις» δήλωσε ο Abdel-Hafidh Ghoga από τη Βεγγάζη.
«Αυτή η επανάσταση θα ολοκληρωθεί από το λαό με την απελευθέρωση όλης της λιβυκής επικράτειας»[21]
Και όχι μόνο αυτό, αλλά έδειχναν εχθρότητα στις πρώτες παρεμβάσεις των δυτικών. Στις αρχές Μαρτίου:
«Οκτώ μέλη των βρετανικών ειδικών δυνάμεων έθεσαν υπό κράτηση στην ανατολική Λιβύη οι δυνάμεις των αντικαθεστωτικών. Οι στρατιώτες συνόδευαν μικρή ομάδα Βρετανών διπλωματών, που είχε φτάσει στη Βεγγάζη για να έρθει σε επαφή με τη διοίκηση των αντικαθεστωτικών. Το Λονδίνο βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωσή τους».[22]
Οφείλουμε να υπερασπιστούμε τι εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο και τη Λιβύη. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο πρέπει να είμαστε κάθετα αντίθετοι στην επέμβαση του δυτικού ιμπεριαλισμού. Τη λύση θα τη δώσουν οι αραβικές μάζες και κανένας αυτόκλητος «προστάτης».
Άγγελος Κ
Σημειώσεις
Από Αφορμή
Τι ποιο εύκολο λοιπόν για την Αριστερά να τοποθετηθεί υπέρ της εξέγερσης και κατά του δικτατορικού καθεστώτος;
Ωστόσο, σε αυτόν τον κόσμο, τίποτα δεν είναι εύκολο και απλό…
Άρκεσε η στρατιωτική επέμβαση των Δυτικών για να ξανακάνει την εμφάνισή της θριαμβευτικά η σύγχυση που τόσο συχνά χαρακτηρίζει την Αριστερά.
Όπως ήταν αναμενόμενο η πρώτη αντίδραση προήλθε από την πατριωτική Αριστερά. Γι’ αυτήν ο αντι-ιμπεριαλισμός πάντοτε λειτουργούσε ως πρόσχημα για την υπεράσπιση των «εθνικών δικαίων». Η ταξική ανάλυση εξαφανίζεται όταν πρόκειται για τα «ιερά» ενός έθνους. Ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος αυτής της λογικής δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ως προς το τι σημαίνει η εφαρμογή αυτής της λογικής στην περίπτωση της Λιβύης.
Έτσι κατά τον Γιώργο Δελαστίκ:
«Παρά το συμβιβασμό του αιμοσταγούς –και μάλιστα με το αίμα του λαού του– λίβυου τυράννου με τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους κατά την τελευταία δεκαετία και ιδίως την τελευταία πενταετία, στόχος των Αμερικανονατοϊκών είναι με τον πόλεμο που θα εξαπολύσουν εναντίον της Λιβύης να αντικαταστήσουν τον «προσκυνημένο» Καντάφι με ένα ακόμη πιο δουλόφρον καθεστώς ανδρεικέλων, το οποίο θα υπηρετήσει χωρίς δισταγμό τα συμφέροντα των Αμερικανών και των Ευρωπαίων, δίνοντάς τους φυσικά πρώτα απ’ όλα τα πετρέλαια και το φυσικό αέριο της χώρας προς λεηλασία. Από τη στιγμή που θα εκδηλωθεί η αμερικανονατοϊκή επίθεση, αλλάζει ο χαρακτήρας του πολέμου. Από εμφύλιος μετατρέπεται σε εθνικός αμυντικός πόλεμος, με τον Καντάφι να ηγείται αντικειμενικά των λιβυκών δυνάμεων που αντιστέκονται στους ιμπεριαλιστές επιδρομείς. Αντιθέτως και ανεξάρτητα από το πώς ξεκίνησαν, οι αντικανταφικοί δρουν ως δοσίλογοι συνεργάτες των ξένων επιδρομέων εναντίον της χώρας τους και περιμένουν από τους επίδοξους κατακτητές να τους διορίσουν ως κυβέρνηση! Καθεστώς ανδρεικέλων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, επομένως και του Ισραήλ, θα αποτελέσει όποια αντικανταφική κυβέρνηση πάρει την εξουσία με αυτόν τον τρόπο».[2] [Οι υπογραμμίσεις δικές μας].
Στην ίδια λογική με του Δελαστίκ ουσιαστικά κινείται και το παραληρηματικό κείμενο του Τάκη Φωτόπουλου στην Ελευθεροτυπία. Αρχικά ο Φωτόπουλος αμφισβητεί τις εξεγέρσεις στις αραβικές χώρες συλλήβδην παρουσιάζοντάς τες περίπου ως υποκινούμενες από τους Αμερικανούς:[3]
«Εδώ και μερικές εβδομάδες, ο κόσμος -υποτίθεται- παρακολουθεί νέες πράξεις του επικού έργου «ο λαός εναντίον του τυράννου» που ξεκίνησε στην Τυνησία, συνεχίστηκε στην Αίγυπτο και τώρα διαδραματίζεται στην Υεμένη, το Μπαχρέιν και τη Σαουδική Αραβία. Φυσικά, ακόμη και όταν οι πρώτες πράξεις είχαν κάποιο σχετικά αίσιο τέλος, με την αποπομπή των τυράννων, αυτό οφειλόταν στην ανοχή του στρατού (που ελέγχεται από τις ΗΠΑ), ο οποίος την επέτρεψε! Γι’ αυτό και τα καθεστώτα ακόμη παραμένουν…»
Σύμφωνα με τον Φωτόπουλο παρά τις αντιφάσεις του καθεστώτος, ο Καντάφι -στο τέλος-τέλος- υπερασπίζεται τα εθνικά συμφέροντα της Λιβύης:
«Στη Λιβύη, επομένως, δεν έχουμε, όπως στις προαναφερθείσες εξεγέρσεις, ένα λαό που σχεδόν σύσσωμος στρέφεται κατά του τυράννου: από τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα μέχρι τη μεσοαστική «νεολαία του Ιντερνετ». Αντίθετα, έχουμε από την αρχή έναν εμφύλιο πόλεμο, όπου, όπως στη Γιουγκοσλαβία, η υπερεθνική ελίτ υποστηρίζει παντοιοτρόπως τη «δική της» πλευρά που έσπευσε ν’ αναγνωρίσει πριν καν επικρατήσει.
[…]
Ο στόχος της νέας εγκληματικής εκστρατείας της υπερεθνικής ελίτ είναι ο ίδιος όπως στο Ιράκ: η ουσιαστική αποδιάρθρωση της χώρας, ώστε, έπειτα από «αλλαγή καθεστώτος» που θα αντικαταστήσει το αναξιόπιστο (για την υπερεθνική ελίτ) καθεστώς του Καντάφι με ένα γνήσιο πελατειακό καθεστώς, θα οδηγήσει στην περιέλευση του εθνικού πλούτου στα χέρια των πολυεθνικών της υπερεθνικής ελίτ, για την «αξιοποίησή» του… ».
Αραβικά καθεστώτα και ιμπεριαλισμός
Ι. Ιμπεριαλιστική επέμβαση και αντίσταση
Η ιμπεριαλιστική επέμβαση στις αραβικές χώρες κορυφώθηκε στον 19ο αιώνα και μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το σύνολο σχεδόν του αραβικού κόσμου είχε μετατραπεί είτε σε αποικίες είτε είχαν εγκαθιδρυθεί προτεκτοράτα και πελατειακά καθεστώτα. Οι προσπάθειες των ντόπιων αρχουσών τάξεων να μιμηθούν το δυτικό καπιταλισμό με σκοπό κάποια στιγμή, μέσω της ανάπτυξης, να ανεξαρτητοποιηθούν οδηγήθηκαν σε αποτυχία. Κάτω από τις πιέσεις του δυτικού καπιταλισμού, η αγροτική παραγωγή κατευθύνθηκε για να καλύψει τις ανάγκες των δυτικών βιομηχανιών (στην Αίγυπτο επιβλήθηκε σχεδόν η μονοκαλλιέργεια βάμβακος, για τις ανάγκες τις αγγλικής βιομηχανίας) ενώ εμπορικές συμφωνίες επέβαλαν την κυριαρχία του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Στο τέλος οι αραβικές χώρες κατέληξαν υπερχρεωμένες στις δυτικές τράπεζες. Τα αραβικά αστικά κόμματα είχαν πλήρως αποτύχει τόσο στο να επιτύχουν την ανεξαρτησία, όσο και στον εκδημοκρατισμό των αραβικών κοινωνιών. Στην Αίγυπτο παρέμεναν βρετανικά στρατεύματα κατοχής, ενώ το καθεστώς του βασιλιά Φαρούκ ήταν διεφθαρμένο και κάτω από τον έλεγχο των Βρετανών.
Στο κενό που άφηνε, από τη μια η «εθνική μπουρζουαζία» και από την άλλη η ανυπαρξία αυτόνομου εργατικού κινήματος, εμφανίστηκε ο «αραβικός εθνικισμός». Κομμάτια μικροαστικά, με δύναμη στον κρατικό μηχανισμό, στην προκειμένη περίπτωση στον στρατό, ανέλαβαν τον ηγετικό ρόλο. Τον Ιούλιο του 1952 στην Αίγυπτο, ο Γκεμάλ Αμπντέλ Νάσερ και οι Ελεύθεροι Αξιωματικοί κατέλαβαν την εξουσία. Κατάργησαν τη βασιλεία και ανακήρυξαν την χώρα σε δημοκρατία. Στο πρόγραμμά τους διακήρυσσαν την «κατάργηση της φεουδαρχίας», την «εθνική ανεξαρτησία» και την «κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης». Στα 1956 ο Νάσερ έγινε σύμβολο του αντιαποικιακού αγώνα, όταν εθνικοποίησε τη διώρυγα του Σουέζ και συγκρούστηκε στρατιωτικά με Βρετανούς, Γάλλους και Ισραηλινούς. Η επίδραση του Νάσερ στον αραβικό κόσμο ήταν καταλυτική. Σε λίγα χρόνια ανάλογα καθεστώτα είχαν επιβληθεί στη Συρία και το Ιράκ, ενώ άμεση ήταν η νασερική επίδραση στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο της Αλγερίας και στην Αλ Φατάχ του Αραφάτ.
Ο Νάσερ προσπάθησε να απαλλαγεί από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση αναπτύσσοντας βαριά βιομηχανία, να υποκαταστήσει τις εισαγωγές με την ανάπτυξη ντόπιας βιομηχανίας. Προσπάθησε, με τη στήριξη της ΕΣΣΔ, να μιμηθεί το κρατικοκαπιταλιστικό μοντέλο. Όμως σύντομα απέτυχε. Η Αιγυπτιακή βιομηχανία αποδείχθηκε αναποτελεσματική στη διεθνή αγορά, παρέμεινε εξαρτημένη από τις εισαγωγές προϊόντων και τεχνολογίας. Η έλλειψη συναλλάγματος οδήγησε τη χώρα ξανά στην υπερχρέωση, ενώ την έκανε δέσμια της ξένης οικονομικής «βοήθειας».
Στο εσωτερικό το καθεστώς του Νάσερ (και τα αντίστοιχα Μπααθικά καθεστώτα σε Συρία-Ιράκ) ήταν αυταρχικό και απαγορευτικό για οποιαδήποτε εργατική αυτόνομη οργάνωση. Απαγορεύτηκαν όλα τα κόμματα, ενώ τσακίστηκαν τα εργατικά συνδικάτα. Με την άνοδο του Νάσερ στην εξουσία συνδικαλιστές οδηγήθηκαν στην κρεμάλα. Ένα προνομιούχο στρώμα γραφειοκρατών και τεχνοκρατών ευημερούσε, την ίδια στιγμή που η πλειοψηφία ζούσε στα όρια της επιβίωσης.
Αντίστοιχη ήταν και η πορεία στις άλλες αραβικές χώρες. Στην Αλγερία π.χ., από ένα σύνολο πληθυσμού 8,2 εκατομμυρίων κατοίκων, μόλις 2 εκατομμύρια κέρδισαν το οτιδήποτε από την αγροτική μεταρρύθμιση. Οι υπόλοιπη είχαν να «επιλέξουν» ανάμεσα στην εξαθλίωση και τη μετανάστευση στις πόλεις, όπου τους περίμενε είτε η ανεργία είτε μισθοί πείνας.
Στην αποτυχία των καθεστώτων του «αραβικού εθνικισμού» να προσφέρουν οικονομική ανάπτυξη ή κάποιας μορφής κοινωνική δικαιοσύνη προστέθηκε η αποτυχία να αντιμετωπίσει τον ιμπεριαλισμό. Στα 1967 το Ισραήλ, με την υποστήριξη των δυτικών, κατανίκησε τους αραβικούς στρατούς επιβάλλοντας ξανά τον ιμπεριαλιστικό έλεγχο της περιοχής.
Η αποτυχία του «αραβικού εθνικισμού» έφτασε στην λογική της κατάληξη, μετά τον θάνατο του Νάσερ στα 1970 από τον διάδοχό του Ανουάρ Σαντάτ. Μετά τον πόλεμο του 1973 ο Σαντάτ ξαναπήρε από τους Ισραηλινούς το Σινά, και με το κύρος του «απελευθερωτή», ξαναέφερε την Αίγυπτο στη σφαίρα επιρροής των δυτικών. Διέλυσε τα κρατικά μονοπώλια και ενθάρρυνε ένα ακραίο νεοφιλελευθερισμό. Σε λίγα χρόνια το αιγυπτιακό καθεστώς έγινε συνώνυμο της εξάρτησης, της διαφθοράς και των φοβερών ανισοτήτων. [4]
Το Μπααθικό καθεστώς στο Ιράκ μετά τα πρώτα «ριζοσπαστικά» χρόνια πέρασε υπό τον Σαντάμ Χουσείν με τις ΗΠΑ στον πόλεμο κατά της Ιρανικής επανάστασης τη δεκαετία του 1980, μετά στην εισβολή στο Κουβέιτ και τέλος στην κατοχή του από τους αγγλοαμερικανούς.
ΙΙ. Τα τελευταία υπολείμματα
Α)Λιβύη
Το καθεστώς του Καντάφι προέκυψε ως μέρος του «αραβικού εθνικισμού». Το 1969 ανατράπηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα ο βασιλιάς Ιντρίς και εγκαθιδρύεται η Λιβυκή Αραβική Δημοκρατία. Με την εκτόξευση των τιμών του πετρελαίου, που ακολουθεί τα επόμενα χρόνια, το καθεστώς εγκαθιδρύει ένα είδος κοινωνικού κράτους μέσω του οποίου εξαγοράζει ένα βαθμό κοινωνικής συναίνεσης. Στις δεκαετίες του 1970 και 1980, το λιβυκό καθεστώς με όπλα από το ανατολικό μπλοκ και την τότε ΕΣΣΔ εγκαθιδρύει ένα αστυνομικό καθεστώς ενώ εμπλέκεται σε πολέμους με το γειτονικό Τσαντ. Ο Καντάφι ήταν επίσης στενός σύμμαχος του αιμοδιψούς δικτάτορα της Ουγκάντα Ιντί Αμίν Νταντά.
Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τη Λιβύη ως εχθρό και τη δεκαετία του 1980 ο τότε πρόεδρος Ρέιγκαν διατάζει το βομβαρδισμό μιας κατοικίας του Καντάφι.
Στη δεκαετία του 1990 το καθεστώς αρχίζει να βελτιώνει τις σχέσεις του με τους πρώην δυτικούς εχθρού του. Τη δεκαετία αυτή η ισλαμική αντιπολίτευση έγινε πραγματική απειλή για το καθεστώς. Ταυτόχρονα, με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ χάθηκε για το καθεστώς η πηγή στρατιωτικού εξοπλισμού. Με την έκλειψη του κινήματος των χωρών του «Τρίτου Κόσμου» το καθεστώς έχανε και τα τελευταία υπολείμματα των ιδεολογικών του αναφορών.
Το καθεστώς αντέδρασε προσεγγίζοντας τις ΗΠΑ, μια διαδικασία που επιταχύνθηκε μετά το 2001. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 η Λιβύη συνάσσεται με τις ΗΠΑ στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Αποκαθίστανται οι διπλωματικές σχέσεις με τις ΗΠΑ και εταιρείες όπως ExxonMobil και Chevron σπεύδουν να πάρουν συμβόλαια από το καθεστώς. Για να αποδείξει στους δυτικούς τη στροφή του το καθεστώς συμμετείχε σε αντι-ισλαμικές επιχειρήσεις στις Φιλιππίνες ενώ προσφέρθηκε να αποζημιώσει τα θύματα του Lockerbie.[5] Δυτικά οπλικά συστήματα άρχισαν να εισρέουν προς το καθεστώς. Το κανταφικό καθεστώς πύκνωσε τις τάξεις των στρατιωτικών δικτατοριών που αποτελούν «πελάτες» των ΗΠΑ, πράγμα που επέτρεψε στο καθεστώς να επιβιώνει μέχρι σήμερα.
Το 2004 ο Μπους τερματίζει το εμπορικό εμπάργκο κατά της Λιβύης. Παράλληλα το καθεστώς αποκτά στενές σχέσεις με την Ιταλία, της οποίας η Λιβύη αποτέλεσε αποικία.
Το Λιβυκό καθεστώς από τη δεκαετία του 1990 ακολουθεί ολοένα και περισσότερο νεοφιλελεύθερη πολιτική η οποία είχε ως αποτέλεσμα το γκρέμισμα του όποιου κοινωνικού κράτους είχε απομείνει. Η Λιβύη είναι χώρα με τεράστια αποθέματα πετρελαίου -εξάγει περί τα 1,5 εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα, μια από τις μεγαλύτερες χώρες της Αφρικής σε αποθέματα πετρελαίου. Παρ’ ότι χώρα με μικρό πληθυσμό (περίπου 6 εκατομμύρια) η ανεργία είναι πολύ υψηλή ενώ ο μηνιαίος μισθός είναι περίπου στα 250 δολάρια το μήνα. Η διαφθορά είναι εκτεταμένη, με πρώτη και καλύτερη της οικογένειας του Καντάφι η οποία έχει καταληστεύσει τη χώρα και διατηρεί λογαριασμούς σε δυτικές τράπεζες πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Αυτές οι μετατοπίσεις του καθεστώτος προς την ενίσχυση του αυταρχισμού, το φιλελευθερισμό και τη συνεργασία με τον ιμπεριαλισμό, συνοδεύτηκαν από μία αναβίωση του φυλετισμού. Ένας από τους στόχους του κινήματος της Ένωσης των Ελεύθερων Αξιωματικών το 1969 ήταν και ο περιορισμός του φυλετικού συστήματος δόμησης της Λιβυκής κοινωνίας. Και πραγματικά τα πρώτα χρόνια ο φυλετισμός είχε περιοριστεί. Όμως καθώς υποχωρούσε η δημοτικότητα του ηγέτη και του καθεστώτος του και καθώς τα διάφορα τμήματα των αξιωματικών που είχαν παίξει ρόλο στο κίνημα του 1969 οδηγούνταν στο πολιτικό περιθώριο, ο Καντάφι άρχισε να στηρίζεται και να ενισχύει το σύστημα της φυλετικής οργάνωσης, σε μία προσπάθεια να διασπάσει τη λιβυκή κοινωνία, ενισχύοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ των φυλών.[6]
Β) Συρία
Το τελευταίο Μπααθικό καθεστώς είναι αυτό της Συρίας και η εξέγερση που συμβαίνει σήμερα, ανεξάρτητα της κατάληξης της, υπογραμμίζει (και αυτή…) την παρακμή-έκλειψη του «αραβικού εθνικισμού». Όπως και τα άλλα αντίστοιχα καθεστώτα, το καθεστώς στη Συρία πέρασε από τη ριζοσπαστική του περίοδο (που κυρίως εκφραζόταν από την αντίθεση με το δυτικό ιμπεριαλισμό) στη συντηρητική του φάση όπου το κύριο ζητούμενο είναι η διαιώνιση του δικτατορικού καθεστώτος.
Το καθεστώς είναι βαθύτατα αντιδημοκρατικό και βάρβαρα καταπιεστικό. Οι σημερινές διαδηλώσεις είναι οι μεγαλύτερες από το 1982. Τότε μια ισλαμική εξέγερση οδήγησε σε σφαγή από το καθεστώς τουλάχιστον 10.000 ανθρώπων στην πόλη Χαμά. Ο Ριφαάτ αλ Άσαντ, αδελφός του σημερινού δικτάτορα, βομβάρδισε με πυροβολικό την πόλη τιμωρώντας συλλογικά ολόκληρο τον πληθυσμό της.[7]
Ο σημερινός δήθεν «αντιιμπεριαλισμός» του καθεστώτος δεν αποτελεί παρά πρόσχημα και ιδεολογικό άλλοθι για τη διαιώνισή του. Δεν αποτελεί μυστικό ότι το συριακό καθεστώς είναι διευθετημένο να υπογράψει συμφωνία ειρήνης με το Ισραήλ αν το τελευταίο αποσυρθεί από τα υψώματα του Γκολάν που κατέχει από το 1967. Για το σκοπό αυτό το καθεστώς εδώ και δεκαετίες αφήνει ανοικτά όλα τα κανάλια επικοινωνίας με τους δυτικούς ενώ συχνά-πυκνά προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ο Χαφέζ αλ Άσαντ, πατέρας του σημερινού δικτάτορα, στη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου το 1991 συντάχθηκε με τις ΗΠΑ στον πόλεμο για την εκδίωξη του Ιράκ από το Κουβέιτ. Οι ΗΠΑ ως ανταμοιβή αναγνώρισαν την τότε κυρίαρχη θέση της Συρίας στο Λίβανο -θέση που διατήρησε η Συρία μέχρι το 2005 οπότε και εξαναγκάστηκε να αποσυρθεί από το Λίβανο μετά από διαδηλώσεις. Η περίπτωση του Λιβάνου είναι χαρακτηριστική. Η παρουσία των συριακών στρατευμάτων στο Λίβανο εμπόδιζε τη ριζοσπαστικοποίηση της λιβανέζικης κοινωνίας και λειτουργούσε σαν εγγύηση πολιτικής «σταθερότητας». Μόνο μετά την απομάκρυνση των συριακών στρατευμάτων έγινε δυνατή η ανάπτυξη και η ανεξάρτητη πολιτική δράση της Χεζμπολάχ ενάντια στον ισραηλινό ιμπεριαλισμό, καθώς και η αλλαγή του πολιτικού συσχετισμού στο εσωτερικό του Λιβάνου.
Το προηγούμενο καλοκαίρι αντιπροσωπία από τις Microsoft, Dell, Cisco Systems επισκέφτηκε τον Μπασάρ αλ Άσαντ με σκοπό επενδύσεις στη Συρία. Για τις ΗΠΑ το σημερινό καθεστώς είναι προτιμότερο από ένα ενδεχόμενο σουνιτικό ριζοσπαστικό ισλαμικό καθεστώς που θα διαδεχόταν τη μειοψηφία Αλεβιτών που κυβερνά δικτατορικά σήμερα.
Αυτό που πράγματι φοβούνται οι ΗΠΑ είναι μια δημοκρατική αλλαγή που θα έδινε φωνή σε ριζοσπάστες που θα ζητούσαν κοινωνικές αλλαγές και θα είχαν μια πραγματικά αντισιωνιστική πολιτική στην περιοχή. Οι ΗΠΑ έχουν πικρή πείρα από δημοκρατικές αλλαγές που έφεραν στην κυβέρνηση τις «λάθος δυνάμεις» για αυτές. Για παράδειγμα, οι ελεύθερες εκλογές στην Παλαιστίνη έφεραν τη νίκη της Χαμάς, ενώ στον Λίβανο την κατακόρυφη άνοδο της Χεσπολάχ. Αυτός είναι ο λόγος που οι δυτικοί αντιδρούν πολύ προσεκτικά στη σφαγή των αμάχων στη Συρία. Οι δυτικοί είναι υπέρ των δημοκρατικών αλλαγών μόνον αν αυτές σημαίνουν την άνοδο των δυνάμεων που είναι πειθήνιες στα συμφέροντά τους, διαφορετικά…
Αντιιμπεριαλιστική πάλη σήμερα
Τα καθεστώτα της Λιβύης και της Συρίας θέτουν για την Αριστερά επιτακτικά το ζήτημα του ποιες κοινωνικές δυνάμεις μπορούν να διεξάγουν (πραγματικά και αποτελεσματικά) αντιιμπεριαλιστική πάλη σήμερα.
Αρκεί ένα καθεστώς να βρεθεί σε τροχιά σύγκρουσης με μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και αμέσως το γεγονός αυτό εξαναγκάζει την Αριστερά να συμπαρασταθεί στο καθεστώς ακόμα και αν είναι δικτατορικό και έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με τον ιμπεριαλισμό; Το καθεστώς του Καντάφι, όπως ισχυρίζεται ο Δελαστίκ, από τη στιγμή που δέχεται επίθεση από τον ιμπεριαλισμό αυτό λειτουργεί ως κολυμβήθρα του Σιλοάμ, και ο Καντάφι θα πρέπει να αναλάβει «αντικειμενικά» την ηγεσία του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα;
Το ερωτήματα είναι πραγματικά και σύνθετα. Αν το καθεστώς του Καντάφι αποτέλεσε πιστό σύμμαχο των Δυτικών τα τελευταία χρόνια (και επομένως η απάντηση ενδεχομένως να είναι εύκολη) δεν συμβαίνει το ίδιο με το συριακό καθεστώς. Η Συρία συνεχίζει να βρίσκεται σε αντιπαλότητα με τη Δύση. Δεν έχει υπογράψει ξεχωριστή συμφωνία ειρήνης με το Ισραήλ, στήριξε τη Χεσμπολάχ στον πόλεμο με το Ισραήλ το 2006 ενώ δεν συνεργάζεται στην κατοχή του Ιράκ.
Η απάντηση στο ερώτημα τι συνιστά αντιιμπεριαλιστική πάλη σήμερα θα πρέπει να είναι ξεκάθαρη και έχει δυο προϋποθέσεις:
Πρώτον, η αντιιμπεριαλιστική πάλη είναι άμεσα συνδεδεμένη με τους αγώνες της εργατικής τάξης της χώρας που τη διεξάγει. Είναι μέρος των γενικότερων λαϊκών αγώνων. Οι αγώνες για δημοκρατία και ελευθερία είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να διεξαχθεί αποτελεσματικά και με συνέπεια η αντιιμπεριαλιστική πάλη. Όπου διεξήχθη με κάποια επιτυχία αντιιμπεριαλιστικός αγώνας, από την Κίνα στις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι ακόμα και στην πρώτη φάση του «αραβικού εθνικισμού», αυτό ήταν συνυφασμένο με δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί. Η πίεση από τα κάτω αποτελεί προϋπόθεση του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα: χωρίς τη λαϊκή συμμετοχή, η αστική τάξη είναι πάντοτε έτοιμη να συμβιβαστεί με τον ιμπεριαλισμό. Χωρίς δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις είναι αδύνατον να διεξαχθεί αντιιμπεριαλιστική πάλη. Αυτός είναι ένας από τους σοβαρότερους λόγους που δικτατορικά καθεστώτα σαν της Λιβύης ή της Συρίας είναι αδύνατον να διεξάγουν οποιουδήποτε είδους αντιιμπεριαλιστικό αγώνα.
Δεύτερον, η αντιιμπεριαλιστική πάλη συνιστά ρήξη με τα συμφέροντα όχι μόνο των Δυτικών ιμπεριαλιστών αλλά και με τις ντόπιες αστικές κοινωνικές δυνάμεις που συμμετέχουν και διαιωνίζουν την παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σήμερα που δεν υφίστανται άμεση αποικιοκρατία, όπως στο παρελθόν, και που πολλές χώρες «μεσαίας» ανάπτυξης διαγκωνίζονται στη δημιουργία δικών τους σφαιρών επιρροής (τοπικοί υποϊμπεριαλισμοί), άλλοτε με την ανοχή και άλλοτε σε σύγκρουση με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Για τα απομεινάρια του «αραβικού εθνικισμού» το πρώτιστο καθήκον είναι τα συμφέροντα του δικού τους καπιταλισμού και γι’ αυτό οι κύριοι αντίπαλοί τους είναι άλλα αραβικά καθεστώτα ή τα ριζοσπαστικά κινήματα των χωρών τους και όχι ο δυτικός ιμπεριαλισμός.
Η Συρία αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω. Θέτοντας πάνω απ’ όλα τα συμφέροντα του συριακού καπιταλισμού στα 1976 η Συρία εισβάλει στο Λίβανο παρεμβαίνοντας στον εμφύλιο πόλεμο που μαινόταν εκείνη την περίοδο. Οι συριακές δυνάμεις τάσσονται με το πλευρό των αντιδραστικών δυνάμεων των Μαρωνιτών χριστιανών και κατασφάζουν τους αριστερούς Λιβανέζους και τους Παλαιστίνιους συμμάχους τους. Η Συρία μετατρέπει το Λίβανο, με τη σιωπηλή αναγνώριση των ΗΠΑ, σε πολιτικό και οικονομικό προτεκτοράτο της Συρίας μέχρι το 2005.[8]
Ούτε, λοιπόν, η Συρία ούτε η Λιβύη του Καντάφι μπορούν να διεξάγουν αντιιμπεριαλιστικό πόλεμο γιατί δεν καλύπτουν καμιά από τις δυο προϋποθέσεις. Όποιος έχει αυταπάτες ότι ο Καντάφι μπορεί «αντικειμενικά» να διεξάγει ένα τέτοιο πόλεμο απλά αποκαλύπτει ότι για αυτόν το «εθνικό» προηγείται του ταξικού. Η επαναστατική Αριστερά δεν είναι δυνατόν να ακολουθήσει αυτή τη γραμμή που το μόνο που εγγυάται είναι την ήττα και του εργατικού κινήματος αλλά και της αντιιμπεριαλιστικής πάλης. Προϋπόθεση για να κερδηθεί η μάχη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και το μαντρόσκυλό του το σιωνιστικό Ισραήλ, είναι οι αραβικοί λαοί να ανατρέψουν τα διεφθαρμένα δικτατορικά καθεστώτα που αποτελούν και τα πραγματικά στηρίγματα του ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που η Αριστερά πρέπει να δώσει την αμέριστη και χωρίς όρους συμπαράστασή της στα ανατρεπτικά κινήματα του αραβικού κόσμου -και φυσικά και της Λιβύης.
Στρατιωτικές επεμβάσεις και η ναυμαχία του Ναβαρίνου
Αν η πατριωτική Αριστερά φλερτάρει ανοικτά με το καθεστώς Καντάφι υπάρχει και ο αντίποδάς της που είναι εξ’ ίσου προβληματικός. Και αυτή είναι η υπεράσπιση της επέμβασης του ιμπεριαλισμού (ή η ουδέτερη στάση απέναντί της) στο όνομα του «ανθρωπισμού» -«για να σωθούν ζωές αμάχων». Μέρος αυτής της επιχειρηματολογίας χρησιμοποιεί τη… ναυμαχία του Ναβαρίνου ως επιχείρημα υπέρ της επέμβασης των Δυτικών. Απρόβλεπτα σχεδόν, ένα μέρος της Αριστεράς χρησιμοποιεί το ίδιο επιχείρημα για να τηρήσει ουδέτερη στάση. Έτσι στο πολύ καλό μπλογκ των συντρόφων του ΕΟΣ σε μια κατά τα άλλα αξιόλογη ανάλυση (στο μεγαλύτερο μέρος της οποίας ο υπογράφων αυτή τη δημοσίευση συμφωνεί), διαβάζουμε για τη Λιβύη:
«Αν πραγματικά στηρίζουμε την Λιβυκή εξέγερση, θα πρέπει να σεβόμαστε το δικαίωμα των εξεγερμένων να προσδιορίζουν οι ίδιοι τους συμμάχους τους και τους αντιπάλους τους. Το μέλλον της εξέγερσης ανήκει σε αυτούς, που σήμερα δίνουν και την ζωή τους απέναντι στα καθεστωτικά στρατεύματα του Καντάφι. Αν οι εξεγερμένοι – που χθες είχαν ζητήσει την επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στη Λιβύη – σήμερα πανηγυρίζουν για τους βομβαρδισμούς ενάντια στο στρατό του Καντάφι από στρατιωτικές δυνάμεις της Δύσης, στο όνομα ποιάς “πολιτικής γραμμής” θα εναντιωθούμε εμείς απέναντι σε αυτές τις επιλογές τους;
Ας δούμε μερικές αντιστοιχίες αυτής της συγκυρίας με την δική μας ιστορία. Στις αρχές του 1827 η Επανάσταση του 21 έπνεε τα λοίσθια. Στην Ηπειρωτική Ελλάδα είχε κατασταλεί και μόνο στο ανατολικό τμήμα της Πελοποννήσου παρέμενε ζωντανή. Κι εκεί, όμως, απειλείτο από τον Ιμπραήμ, που με αμείωτη ένταση συνέχιζε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του στην Πελοπόννησο και σκόπευε να εκστρατεύσει κατά του Ναυπλίου και της Ύδρας. Όμως, η παρέμβαση των “Συμμάχων” στις 20 Οκτωβρίου του 1827 στον κόλπο του Ναβαρίνου κατέστρεψε τον τουρκικό στόλο και διέσωσε την ελληνική Επανάσταση. Στην ναυμαχία του Ναβαρίνου κρίθηκε η ύπαρξη του ελληνικού κράτους. Αν υπήρχε η σημερινή Αριστερά εκείνη την εποχή, τι στάση θα κρατούσε; Θα έκανε “πόλεμο στον πόλεμο των ιμπεριαλιστών”;».[9]
Ένα μεθοδολογικό πρόβλημα
Το επιχείρημα που χρησιμοποιεί τη ναυμαχία του Ναβαρίνου είναι τελικά εύστοχο γιατί μας εξαναγκάζει να σκεφτούμε το παρόν έστω και με έναν στρεβλό τρόπο.
Κατ’ αρχάς το επιχείρημα είναι κάπως ανιστόρητο. Συγχέει διαφορετικές ιστορικές εποχές με αποτέλεσμα να οδηγείτε σε λάθος συλλογιστική. Ο 19ος αιώνας ήταν για αρκετές χώρες του πλανήτη αιώνας μετάβασης από το φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής (ή τον ασιατικό τρόπο παραγωγής όπως ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία) στον καπιταλισμό -διαδικασία που θα την ονομάζαμε, γενικά, προοδευτική.
Δεν ισχύει το ίδιο σήμερα. Ζούμε σε εποχές ενός οικουμενικού καπιταλισμού (δεν υπάρχει χώρα στον πλανήτη που να μην είναι καπιταλιστική). Ειδικότερα, σήμερα, η οικονομική κρίση (η μεγαλύτερη από τη δεκαετία του 1930) έχει οξύνει τους ανταγωνισμούς, συγκρούονται τα συμφέροντα μεγάλων και μεσαίων ιμπεριαλιστικών χωρών. Επιπλέον τα τελευταία χρόνια έχουμε την προσπάθεια των μεγάλων Δυτικών χωρών να ελέγξουν άμεσα τα πετρέλαια του αραβικού κόσμου με στρατιωτικές εισβολές. Η Λιβύη είναι ένα ανεξάρτητο καπιταλιστικό κράτος, πλούσιο σε πετρέλαια και στο οποίο έχει ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος. Η επέμβαση των Δυτικών έχει ως στόχο τον έλεγχο των πετρελαίων αλλά, πολύ περισσότερο, να ελεγχθεί μια κοινωνική εξέγερση που μπορούσε να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις (θα επανέλθουμε στο θέμα αυτό παρακάτω).
Επομένως η σημερινή ιστορική συγκυρία δεν έχει καμιά αναλογία με την Ελλάδα του 1821.
Ωστόσο θα επιμείνουμε στο εξής: όσοι χρησιμοποιούν την αναλογία με το Ναβαρίνο δέχονται ότι υπήρχε ένα «θετικό» στοιχείο στην επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων -τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους.
Ωστόσο αυτή η προσέγγιση είναι μερική και αποσπασματική: θεωρεί την ιστορία ως ένα συνονθύλευμα «θετικών» και «αρνητικών» γεγονότων.
Η επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων δεν δημιούργησε απλά το νεοελληνικό κράτος. Η αδυναμία της ελληνικής επανάστασης να δημιουργήσει, αυτή και μόνη, το νεοελληνικό κράτος είχε συνέπειες που κράτησαν επί πολλές δεκαετίες και σφράγισαν την μοίρα όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και των Βαλκανίων. Ακολούθησαν στρατιωτικές επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας είτε για να καταπνιγούν λαϊκά κινήματα είτε για να αποπληρωθούν οι δανειστές του ελληνικού κράτους. Και, ασφαλώς, σήμαινε τη μετατροπή ολόκληρης της Βαλκανικής χερσονήσου σε «μαλακό υπογάστριο» της Ευρώπης, όπου πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα Βαλκάνια είχαν μετατραπεί σε πεδίο δοκιμής των συσχετισμών δύναμης μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Επομένως, ακόμα και με τη ζυγαριά του «θετικού-αρνητικού» είναι πολύ αμφίβολη η «θετικότητα» του Ναυαρίνου.
«Ανθρωπιστικές» επεμβάσεις
Οι στρατιωτικές επεμβάσεις των Δυτικών στο όνομα του «ανθρωπισμού» έχουν ήδη μια μακρά ιστορία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι ΗΠΑ εισέβαλαν με στρατεύματα στη Σομαλία υποτίθεται για να βοηθήσουν στην επισιτική κρίση που υπήρχε στη χώρα. Ωστόσο γρήγορα οι δυνάμεις των ΗΠΑ ενεπλάκησαν στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας. Στο τέλος αποχώρησαν από τη Σομαλία, αφήνοντας πίσω τους περισσότερους από 10.000 Σομαλούς νεκρούς ή τραυματίες.
Το πρότυπο των «ανθρωπιστικών παρεμβάσεων» ήταν η επέμβαση στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Η επέμβαση αυτή πραγματοποιήθηκε σε δυο φάσεις.[10]
Η πρώτη, μεταξύ 1993 και 1995, επέβαλε απαγόρευση πτήσεων πάνω από τη Βοσνία. Αυτό ωστόσο δεν εμπόδισε τη σφαγή αμάχων από ελεύθερους σκοπευτές ή με τη χρίση πυροβολικού. Το 1994 το ΝΑΤΟ κλιμάκωσε τις επιχειρήσεις βομβαρδίζοντας επίγειους στόχους εναντίον των σερβικών δυνάμεων.
Η δεύτερη φάση της επέμβασης έγινε το 1999. Τότε ΗΠΑ και Βρετανία βομβάρδισαν την Σερβία επί 78 μέρες, υποτίθεται για να προστατεύσουν τους αμάχους στο Κόσσοβο. Έγιναν περισσότερες από 9.300 επιθέσεις, υποτίθεται, κατά στρατιωτικών στόχων, αλλά στους στόχους συμπεριλαμβανόντουσαν γέφυρες, τραίνα, ένας τηλεοπτικός σταθμός και η Κινεζική πρεσβεία στο Βελιγράδι.
Παρά τα μυθεύματα της Δυτικής προπαγάνδας οι βομβαρδισμοί στο Κόσσοβο δεν έσωσαν ανθρώπινες ζωές, το αντίθετο μάλιστα. Πριν την επέμβαση του ΝΑΤΟ οι Σέρβοι εθνικιστές είχαν δολοφονήσει περί τους 2.000 Αλβανούς. Όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί, οι Σέρβοι εθνικιστές, ως αντίποινα, ξέσπασαν στον αλβανικό πληθυσμό δολοφονώντας τουλάχιστον 10.000. Οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ υπολογίζεται ότι προξένησαν τουλάχιστον 500 θύματα μεταξύ του αμάχου πληθυσμού.[11]
Το αποτέλεσμα για το Κόσσοβο ήταν η μετατροπή του σε προτεκτοράτο των Δυτικών. Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί αποτέλεσαν το πρελούδιο για την ανάπτυξη τελικά και χερσαίων δυνάμεων. Στο Κόσσοβο δημιουργήθηκε η μεγαλύτερη στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στην νοτιανατολική Ευρώπη, το στρατόπεδο Bondsteel, που αποτέλεσε μυστική φυλακή στη διάρκεια του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και που αποκαλείτε από οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων «μικρό Γκουαντάναμο».
Εντωμεταξύ, το Κόσσοβο παραμένει μια φρικτά φτωχή περιοχή, με ανεργία στο 40% και με το 45% του πληθυσμού να διαβιεί κάτω από το επίσημο όριο φτώχιας. Οι πολιτικοί του καθεστώτος είναι εντελώς διεφθαρμένοι (περίπου μαφιόζοι) με αρκετούς να έχουν εμπλακεί σε διακίνηση οργάνων δολοφονημένων Σέρβων κρατουμένων πολέμου. [12]
Το τελικό αποτέλεσμα της Νατοϊκής επέμβασης ήταν η δημιουργία τεχνικών κρατιδίων στην πρώην Γιουγκοσλαβία που επιβιώνουν ως προτεκτοράτα του ιμπεριαλισμού και στα οποία κυριαρχούν διεφθαρμένοι πολιτικοί.
Το Κόσσοβο και η πρώην Γιουγκοσλαβία περιγράφουν για το τι σχεδιάζουν για τη Λιβύη οι δυτικοί ιμπεριαλιστές σήμερα. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός: είτε θα μετατρέψουν ολόκληρη τη Λιβύη σε προτεκτοράτο τους είτε εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση θα την διασπάσουν σε μικρότερα κομμάτια.
Λιβύη, αραβική εξέγερση και ιμπεριαλισμός
Όσοι στην Αριστερά είναι είτε ουδέτεροι είτε αντιμετωπίζουν με ανοχή την επέμβαση των Δυτικών, παίρνουν αυτή τη στάση με την ειλικρινή πρόθεση να μην σφαγιαστούν οι εξεγερμένοι Λίβυοι. Το καθεστώς (είχε τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα) μια πανίσχυρη στρατιωτική μηχανή 119.000 ανδρών -εκτός των αστυνομικών δυνάμεων, των μισθοφόρων και των «Επαναστατικών Επιτροπών» που χρησιμοποιήθηκαν επανειλημμένα στο παρελθόν από το καθεστώς για την κατάπνιξη κάθε αντιπολιτευτικής φωνής. Πράγματι, πριν την επέμβαση των Δυτικών φαινόταν ότι η υπεροπλία του καθεστώτος τελικά θα υπερίσχυε των εξεγερμένων στα πεδία των μαχών. Επομένως, ισχυρίζεται ένα κομμάτι της Αριστεράς, η επέμβαση των Δυτικών, αν μη τι άλλο, απέτρεψε μαζικές δολοφονίες από το καθεστώς.
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να εξετάσουμε τους λόγους της επέμβασης των Δυτικών. Με μια πρώτη ματιά η επέμβαση μοιάζει κάπως δυσεξήγητη. Τα καθεστώτα που βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα της αραβικής λαϊκής εξέγερσης ήταν ή είναι (με εξαίρεση τη Συρία και το Ιράν) φιλοδυτικές δικτατορίες. Μετά τη βίαιη καταστολή στο Μπαχρέιν (με την ανοχή των Δυτικών) θα περίμενε κανείς την ίδια αντιμετώπιση και για το καθεστώς του Καντάφι. Το καθεστώς έβαζε, στην προσπάθειά βίαιης καταστολής της λαϊκής εξέγερσης, μια «κόκκινη γραμμή»: έως εδώ! Ο στρατός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καταπνίξει στο αίμα τις εξεγέρσεις. Το μήνυμα αυτό εξέπεμπε το καθεστώς του Καντάφι και σίγουρα εύρισκε στηρίγματα για αυτή την πολιτική τόσο στις διεφθαρμένες αραβικές χώρες όσο και στη Δύση. Ενδεικτικές ήσαν οι δηλώσεις του πρώην υπουργού άμυνας του Μπους και γνωστού «γερακιού» Ντόναλντ Ράμσφελντ που θεωρούσε λάθος οποιαδήποτε επέμβαση των ΗΠΑ, όπως επίσης και η διάσταση απόψεων στη κυβέρνηση του Ομπάμα ως προς το αν έπρεπε να γίνει η επέμβαση.[13]
Για ποιο λόγο, λοιπόν, έγινε η επέμβαση του ΝΑΤΟ; Η επέμβαση των ιμπεριαλιστών πραγματοποιήθηκε όταν έγινε ξεκάθαρο ότι το καθεστώς Καντάφι, παρά τις άριστες σχέσεις που διατηρούσε με τους Δυτικούς, θα ήταν παράγοντας αποσταθεροποίησης για την περιοχή. Ακόμα και αν κέρδιζε στα πεδία των μαχών, η κατάσταση αστάθειας στη Λιβύη, σημαντική πετρελαιοπαραγωγός χώρα για την Ευρώπη[14], δεν θα υποχωρούσε σύντομα. Περισσότερο ωστόσο και από αυτό για τους δυτικούς μέτρησαν δυο άλλοι παράγοντες:
Πρώτον, ένα καθεστώς στη Λιβύη που θα επιβίωνε σφαγιάζοντας τον λαό του, δεν θα μπορούσε να έχει «φυσιολογικές» σχέσεις ούτε με την Τυνησία, ούτε με την Αίγυπτο -την πιο σημαντική αραβική χώρα- μετά τις επιτυχημένες εξεγέρσεις που έγιναν σε αυτές τις χώρες.
Δεύτερον, οι εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο έχουν πάρει πλέον τη μορφή χιονοστιβάδας. Η παλιά πρακτική της στήριξης με κάθε μέσο των δυτικόφιλων δικτατοριών θα είχε πλέον για τη Δύση πολύ μεγάλο κόστος, ιδεολογικό και πολιτικό. Αντίθετα, γίνεται ολοένα και πιο αναγκαία μια πολιτική που προσπαθεί να προσεταιριστεί τις πιο συντηρητικές «μεταρρυθμιστικές» δυνάμεις του αραβικού κόσμου προς μια κατεύθυνση ανάλογη με τις «έγχρωμες επαναστάσεις» σε πρώην χώρες του κρατικού καπιταλισμού. Με άλλα λόγια, χρησιμοποιώντας οι ΗΠΑ και οι δυτικοί σύμμαχοι τους την «τεχνογνωσία» που διαθέτουν, επιδιώκουν να ανταλλάξουν τις δικτατορίες-πελάτες τους με ελεγχόμενες δημοκρατίες του κοινοβουλευτικού κρετινισμού με φιλοδυτική πολιτική. Αυτό το σχέδιο θα μπορούσε να συμπεριλάβει και χώρες εχθρικές για τους δυτικούς, όπως Συρία και Ιράν.
Ωστόσο το σχέδιο αυτό έχει εγγενείς αδυναμίες. Οι εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους, έχουν τρία κύρια χαρακτηριστικά:
Ι) Είναι εξεγέρσεις ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό. Η Αίγυπτος, η Τυνησία, η Υεμένη ήσαν επί πολλά χρόνια τα νεοφιλελεύθερα παραδείγματα που εξυμνούσαν ΔΝΤ και οι «δημοκρατικές» δυτικές κυβερνήσεις. Η «απελευθέρωση» των τιμών στα τρόφιμα και τα καύσιμα, η χρόνια ανεργία, οι χαμηλοί μισθοί ήσαν οι πυροδότες της εξέγερσης. Αυτό το γεγονός κάνει τόσο οικείες σε εμάς, στις ανεπτυγμένες δυτικές χώρες, αυτές τις εξεγέρσεις.
ΙΙ) Είναι εξεγέρσεις όπου το ζήτημα του ιμπεριαλισμού ήταν στην πρώτη γραμμή. Η αγανάκτηση για τις επεμβάσεις του ιμπεριαλισμού σε αραβικές χώρες και την υποστήριξη που παρέχει στο σιωνιστικό Ισραήλ η Δύση ήταν ένας σοβαρός παράγοντας στις εξεγέρσεις -ιδιαίτερα στην Αίγυπτο, τη χώρα που παίζει τον ηγετικό ρόλο στον αραβικό κόσμο, το γεγονός αυτό ήταν έντονα αισθητό.
ΙΙΙ) Ακριβώς επειδή τα κοινωνικά και εθνικοαπελευθερωτικά αιτήματα σε αυτές τις χώρες είναι ιδιαίτερα οξυμένα, τα δημοκρατικά αιτήματα παίρνουν πιο «ακραία» μορφή απ’ ότι στις δυτικόφιλες «έγχρωμες επαναστάσεις» σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Στην Τυνησία το λαϊκό κίνημα δεν ζητά απλά εκλογές αλλά συμμετοχή των συνδικάτων στην κυβέρνηση και στη διαμόρφωση της πολιτικής ζωής. Ο Μπαντιού γράφει για την τεράστια σημασία της δράσης των «από τα κάτω» στις εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο:
«Ναι, πρέπει να είµαστε οι µαθητές αυτών των κινηµάτων και όχι οι ανόητοι καθηγητές τους. Διότι δίνουν ζωή, µε την ιδιοφυΐα των επινοήσεών τους, σε µερικές αρχές της πολιτικής που προσπαθούν εδώ και πολύ καιρό να µας πείσουν πως είναι απαρχαιωμένες. Και ιδιαίτερα στην αρχή αυτή που δεν έπαυε να υπενθυμίζει ο Μαρά: όταν πρόκειται για την ελευθερία, την ισότητα, τη χειραφέτηση, οφείλουμε τα πάντα στις λαϊκές εξεγέρσεις.
[…]
«Αυτό το κίνηµα διεκδικεί τη δηµοκρατία»(εννοείται, αυτή που απολαµβάνουµε στη Δύση), ή «Αυτό το κίνηµα διεκδικεί µια κοινωνική βελτίωση» (εννοείται, τη µέση ευηµερία του µικροαστού της πατρίδας µας). Αρχίζοντας σχεδόν από το τίποτε, αντηχώντας παντού, η λαϊκή εξέγερση δηµιουργεί άγνωστες δυνατότητες για ολόκληρο τον κόσµο. Η λέξη «δηµοκρατία» σχεδόν δεν προφέρεται στην Αίγυπτο. Μιλούν εκεί για νέα Αίγυπτο, για αληθινό αιγυπτιακό λαό, για Συντακτική Συνέλευση, για απόλυτη αλλαγή της ύπαρξης, για πρωτοφανείς και ως τώρα άγνωστες δυνατότητες».[15]
Με δεδομένο αυτό το κλήμα σε όλες τις αραβικές εξεγέρσεις, η λιβυκή εξέγερση ήταν από τις πιο ριζοσπαστικές από κάποιες απόψεις. Όλες οι πόλεις που κατελήφθησαν από τους εξεγερμένους εξέλεξαν επαναστατικά συμβούλια που ανέλαβαν τη διοίκησή τους. Τα συμβούλια αποτελούνται από ηγέτες της εξέγερσης, προσωπικότητες και δικαστές, αντιπροσώπους φυλών και στρατιωτικών μονάδων που προσχώρησαν στην επανάσταση. Προφανώς πρόκειται για ετερόκλητη σύνθεση, επαναστατών, ριζοσπαστών και συντηρητικών στοιχείων. Ωστόσο το κρίσιμο είναι ότι για πρώτη φορά ο απλός κόσμος έχει λόγο και επιρροή, όχι κάποια απόμακρη δήθεν «αντιπροσώπευση» όπως συμβαίνει στον κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Στη Βεγγάζη η επαναστατική επιτροπή είχε αναλάβει και τον επισιτισμό της πόλης με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να δηλώνουν ότι τρέφονταν καλύτερα απ’ ότι στο παρελθόν. Πολλά εργοστάσια, τηλεοπτικοί σταθμοί, ραδιοφωνικοί σταθμοί έχουν τεθεί υπό έλεγχο των εργαζομένων.[16]
Η επέμβαση, λοιπόν, στη Λιβύη έχει πολλαπλούς στόχους ενώ αφήνει ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα:
Να επιβεβαιώσει ότι ο δυτικός ιμπεριαλισμός έχει τη στρατιωτική ισχύ να ισοπεδώσει μια χώρα και οποιαδήποτε διάδοχη κατάσταση στην περιοχή θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν της το γεγονός αυτό. Παράλληλα, να παρέμβει στην εμφύλια διαμάχη υποστηρίζοντας τις «δημοκρατικές μετριοπαθείς» δυνάμεις (στην πραγματικότητα πρώην υψηλόβαθμοι συνεργάτες του Καντάφι) στέλνοντας ένα μήνυμα ότι πίσω τους βρίσκεται η δυτική στρατιωτική ισχύ και επομένως να αυξηθούν οι πιθανότητες να κυριαρχήσουν στις εξελίξεις οι συντηρητικές δυνάμεις. Στα πλαίσια αυτά οι δυτικοί ιμπεριαλιστές δεν αποκλείουν και κάποια συνεννόηση με το ίδιο το καθεστώς -τα κανάλια επίσημης και ανεπίσημης επικοινωνίας του καθεστώτος με τους δυτικούς παραμένουν ανοικτά.[17]
Επιπλέον, η παρέμβαση αυτή προσπαθεί να ανατρέψει τη δυσμενή εικόνα της Δύσης στον αραβικό κόσμο. Μετά την άθλια κατάληξη των επεμβάσεων σε Ιράκ και Αφγανιστάν, οι εικόνες Λίβυων να πανηγυρίζουν είτε υπέρ του Σαρκοζί είτε με αμερικανικές σημαίες είναι ευλογία για τη δυτική προπαγάνδα.
Σε κάθε περίπτωση η επέμβαση των Δυτικών έχει σαν πρωταρχικό στόχο το πάγωμα κάθε ριζοσπαστικής εξέλιξης στον αραβικό κόσμο που θα έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους. Ακόμα και το σενάριο της διχοτόμησης της Λιβύης βρίσκεται στο τραπέζι των Δυτικών: πέρα από τη δημιουργία προτεκτοράτων (όπως στην πρώην Γιουγκοσλαβία) θα έστελνε ένα μήνυμα ότι η αλλαγή στον αραβικό κόσμο είναι είτε αδύνατη είτε θα πρέπει να αφεθεί στους συντηρητικούς με κάποιου είδους ελεγχόμενη «δημοκρατία» στα πλαίσια μια συνεννόησης με τη Δύση.
Αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει να αντιταχθούμε κάθετα στην επέμβαση των ιμπεριαλιστών στη Λιβύη. Γιατί απλά και καθαρά έχει ως στόχο το τσάκισμα κάθε ριζοσπαστικής και επαναστατικής διαδικασίας στη Λιβύη και ολόκληρο τον αραβικό κόσμο.
Παραμένει, ασφαλώς, το «ανθρωπιστικό» επιχείρημα. Μας λένε, αν δεν επενέβαιναν οι ιμπεριαλιστές θα σφαγιαζόταν ο λιβυκός λαός από τον Καντάφι. Η απάντηση στο επιχείρημα αυτό είναι διπλή:
Πρώτον, όπως σε όλες τις περιπτώσεις επεμβάσεων του δυτικού ιμπεριαλισμού οι άμαχοι αποτέλεσαν τα πρώτα θύματα, δεν θα αποτελέσει η Λιβύη εξαίρεση (έχουμε ήδη αναφέρει την πρώην Γιουγκοσλαβία). Στους 109.000 ανέρχεται ο αριθμός των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους στο Ιράκ από την αμερικανική εισβολή το Μάρτιο του 2003 και έως τα τέλη του 2009, με το 63% εξ αυτών να είναι άμαχοι, σύμφωνα με μυστικά αμερικανικά έγγραφα που απέκτησε η ιστοσελίδα WikiLeaks και αποκάλυψε το τηλεοπτικό κανάλι Αλ Τζαζίρα.[18] Στο Αφγανιστάν πάνω από έξι άμαχοι σκοτώνονται κάθε ημέρα.[19] Ήδη στη Λιβύη οι θάνατοι αμάχων από την επέμβαση των δυτικών αυξάνονται διαρκώς μέρα με τη μέρα.[20]
Δεύτερον, οι ιμπεριαλιστές, όπως επιχειρηματολογήσαμε προηγούμενα, έρχονται για να καταπνίξουν την επανάσταση και το ριζοσπαστισμό της. Η απελευθέρωση είτε είναι έργο των ίδιων των μαζών είτε δεν πρόκειται ποτέ να έρθει -πολύ περισσότερο να έλθει με τα όπλα του ιμπεριαλισμού. Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι εξεγερμένοι στη Λιβύη. Οι ίδιοι οι εξεγερμένοι αρχικά τόνιζαν ότι δεν αποδέχονταν οποιαδήποτε παρέμβαση των Δυτικών:
«Είμαστε ενάντια σε κάθε εξωτερική επέμβαση η στρατιωτική δράση στις εσωτερικές μας υποθέσεις» δήλωσε ο Abdel-Hafidh Ghoga από τη Βεγγάζη.
«Αυτή η επανάσταση θα ολοκληρωθεί από το λαό με την απελευθέρωση όλης της λιβυκής επικράτειας»[21]
Και όχι μόνο αυτό, αλλά έδειχναν εχθρότητα στις πρώτες παρεμβάσεις των δυτικών. Στις αρχές Μαρτίου:
«Οκτώ μέλη των βρετανικών ειδικών δυνάμεων έθεσαν υπό κράτηση στην ανατολική Λιβύη οι δυνάμεις των αντικαθεστωτικών. Οι στρατιώτες συνόδευαν μικρή ομάδα Βρετανών διπλωματών, που είχε φτάσει στη Βεγγάζη για να έρθει σε επαφή με τη διοίκηση των αντικαθεστωτικών. Το Λονδίνο βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωσή τους».[22]
Οφείλουμε να υπερασπιστούμε τι εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο και τη Λιβύη. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο πρέπει να είμαστε κάθετα αντίθετοι στην επέμβαση του δυτικού ιμπεριαλισμού. Τη λύση θα τη δώσουν οι αραβικές μάζες και κανένας αυτόκλητος «προστάτης».
Άγγελος Κ
Σημειώσεις
[4] Διάβαζε ακόμα, Πέτρος Παπακωνσταντίνου, Η αραβική εξέγερση κι οι ψεύτικοι φίλοι της, http://aristerovima.gr/blog.php?id=2091.
[5] Στη σκωτική πόλη του Lockerbie έπεσαν τα συντρίμμια του αεροσκάφους της Pan Am που είχε υποστεί έκρηξη βόμβας στον αέρα.
[6] Mohamed Hussein, «Libya crisis: what role do tribal loyalties play? », Europe solidaire sans frontières, http://www.europe-solidaire.org/spip.php?article20573.
[8] http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=610298
http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=547558
http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=547558
[14] Από το πετρέλαιο της Λιβύης εξαρτάται κατά κύριο λόγο η ενεργειακή ασφάλεια χωρών όπως η Ιρλανδία, η Ιταλία και η Γαλλία (και οι τρείς χωριστά εισάγουν από την Λιβύη κοντά στο 20-25% του πετρελαίου που καταναλώνουν). Κοντά βρίσκεται η Βρετανία και η Ελλάδα (κοντά στο 16%). [http://www.xrimanews.gr/more/apopseis/4444-22-03-2011-11-04-17]
[15] http://www.aformi.gr/2011/02/%CE%B7-%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CE%BE%CE%AD%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CF%83%CE%B1%CF%81%CF%8E%CE%BD%CE%B5%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CE%BB%CE%B1/
[17] http://news.in.gr/greece/article/?aid=1231102486
http://news.in.gr/world/article/?aid=1231102494
[22] http://www.tovima.gr/world/article/?aid=388297http://news.in.gr/world/article/?aid=1231102494
Από Αφορμή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου