Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Ο Ούγκο Τσάβες, η επέμβαση στη Λιβύη και οι λατινοαμερικάνικοι δρόμοι προς τον αντι–ιμπεριαλισμό

Λιβύη: Λαϊκό Καρακάτσο (1989) ή αμερικανοκίνητο πραξικόπημα (2002); Τα όρια και οι αντιφάσεις του φετίχ της ιστορικής αναλογίας
«Ποιος πληρώνει για τους πάνω από ένα εκατομμύριο νεκρούς στο Ιράκ; Ποιος πληρώνει για τη διαρκή σφαγή του παλαιστινιακού λαού; Γιατί όσοι είναι υπεύθυνοι γι’ αυτά τα εγκλήματα πολέμου, τη γενοκτονία, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας – που είναι γνωστοί σε όλους και έχουν αναγνωρίσει δημόσια τις πράξεις τους – δεν έχουν προσαχθεί στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο; Τι κάνει το Συμβούλιο Ασφαλείας με τις αποτρόπαιες αυτές σφαγές που διαπράττονται;»
(Ομιλία του πρέσβη της Βενεζουέλας Χόρχε Βαλέρο στα Ηνωμένα Έθνη)



Διαβάζοντας κανείς την προηγούμενη ανάρτηση της Λέσχης για την ανακοίνωση του ΚΚΜΒ – ΜΛ (Κομμουνιστικού Κόμματος Μεγάλης Βρετανίας – Μαρξιστικού – Λενινιστικού)  με τον τίτλο «Νίκη στον Καντάφι» και γνωρίζοντας ότι το εν λόγω κόμμα στηρίζει μεταξύ άλλων τη «Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας»(!) μπορεί να αντιδράσει ίσως ως εξής: να προβληματιστεί από κάποιες πλευρές της υπεράσπισης του Καντάφι αναζητώντας ιστορικές αποδείξεις των όσων γράφονται, να σταθεί με ενδιαφέρον στο πώς το εννοιολογικό κι ευρύτερο πλαίσιο κατανόησης της συγκυρίας έχει μείνει ιστορικά και αμετάκλητα προσκολλημένο στην αντί – ιμπεριαλιστική επανάσταση του 1969, να σχολιάσει – αν μη τι άλλο – τις απλές ανησυχίες των «φίλων της Λιβύης» (sic) για τους ύστερους συμβιβασμούς του Καντάφι με τον ιμπεριαλισμό (που έγιναν όμως με το πιστόλι στον κρόταφο..πάντα κατά το ΚΚΜΒ – ΜΛ) ή να προσπεράσει σχετικά γρήγορα την ανακοίνωση θεωρώντας τη μια οριακά καλτ έκφραση μιας πολύ σοβαρής και ζωντανής συζήτησης, που διεξάγεται σε διάφορα επίπεδα στο φόντο της ιμπεριαλιστικής επέμβασης κι αιματοχυσίας στην περιοχή.
Τι συμβαίνει όμως όταν η ίδια ανακοίνωση, με μικρές παραλλαγές, θα μπορούσε να συνυπογραφεί από την πλειοψηφία των Προέδρων της Λατινικής Αμερικής, όπως μεταξύ άλλων, από τον Πρόεδρο της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες, της Νικαράγουα Ντανιέλ Ορτέγκα, του Εκουαδόρ Ραφαέλ Κορρέα κ.ο.κ.; Έχει μεγάλη σημασία να μη λειτουργήσουμε, όσον αφορά την κρίση μας, στο επίπεδο των εξαρτημένων αντανακλαστικών, που θα κινδύνευαν ακόμη και να καταλήξουν, ίσως άθελά μας,  σε μια τοποθέτηση παραπλήσια της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας. Η ανάγνωση, ερμηνεία και κριτική προσέγγιση τέτοιων τοποθετήσεων απέχει παρασάγγας από την απλή προσφυγή στα  εύκολα συμπεράσματα, που θυσιάζουν τελικά την κριτική σκέψη, αλλά και τις συντεταγμένες του πολιτικού προσανατολισμού, στο όνομα του δήθεν αυτονόητου. Αντίθετα, πρέπει να προσπαθήσουμε να δούμε όλες τις πλευρές που συγκροτούν τον ιδιαίτερο λατινοαμερικάνικο αντί – ιμπεριαλισμό και κυρίως υπό το πρίσμα των γενικότερων σχέσεων Λατινικής Αμερικής – Μέσης Ανατολής.
Η Λατινική Αμερική τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε ένα πρωτότυπο κοινωνικό και πολιτικό εργαστήρι, ενώ έχει διαμορφωθεί μια νέα δημόσια πολιτική σφαίρα με ανεβασμένο το επίπεδο της πολιτικής συζήτησης σε συνδυασμό με την εκτεταμένη λαϊκή πρωτοβουλία. Στα σχετικά κείμενα που θα αναρτηθούν στη Λέσχη μένουμε ίσως στο επίπεδο του επίσημου κυβερνητικού λόγου και ιδιαίτερα των πρωτοβουλιών του Ούγκο Τσάβες στην υπόθεση της Λιβύης. Μεγάλη κινητικότητα υπάρχει όμως και στο επίπεδο των «από τα κάτω», κάτι που εν προκειμένω εκφράστηκε και στις μεγάλες αντιπολεμικές διαδηλώσεις έξω από τις πρεσβείες της Γαλλίας και των ΗΠΑ. Συνολικότερα, οι τόσο έντονες πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών στη Λατινική Αμερική έχουν οδηγήσει στη διαμόρφωση μιας ιδιαίτερης ιστορικής μνήμης, όπου τα γεγονότα και οι ιστορικοί συμβολισμοί παίζουν σημαίνοντα ρόλο στην πολιτική σκακιέρα. Υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι σε όλα τα κείμενα που θα παρουσιάσουμε υπάρχει η προσφυγή στην ιστορική αναλογία ως συγκροτητική διάσταση του λόγου που εκφέρεται από την εκάστοτε πλευρά.


Όπως θα φανεί, το ζήτημα που αναδεικνύεται σε κυρίαρχο μπορεί να κωδικοποιηθεί στο αν οι εξεγερμένοι τίθενται εντός ή εκτός εισαγωγικών. Τα εισαγωγικά στην προκειμένη περίπτωση ισοδυναμούν με ξενοκίνητες δυνάμεις που προετοιμάζουν πραξικόπημα εναντίον του Καντάφι. Στην περίπτωση αυτή, στο συλλογικό βενεζολάνικο φαντασιακό ξυπνούν οι θύμησες του 2002 και του πραξικοπήματος εναντίον του Τσάβες. Μια τέτοια θεώρηση γεννά αυτομάτως επιφυλάξεις απέναντι στη διεθνή ειδησεογραφία, ακόμη κι όταν είναι προφανές ότι βομβαρδίζεται άμαχος πληθυσμός από το στρατό του Καντάφι. Άμαχος πληθυσμός δε φαινόταν να βομβαρδίζεται και  στο Καράκας το 2002 μέχρι να αποδειχθεί ότι το πραξικόπημα είχε και την τηλεοπτική του πλευρά με τη συμμετοχή συγκεκριμένων μέσων ΜΜΕ; Μια τέτοια προσέγγιση, με ό,τι αυτή συνεπάγεται, φαίνεται να εκφράζει τόσο τον επίσημο κυβερνητικό λόγο, αλλά κι ένα κομμάτι της αριστεράς της Λατινικής Αμερικής.
Από την άλλη, η επίκληση στο Καρακάτσο του 1989, τη μεγάλη λαϊκή εξέγερση που γέννησε η φτώχεια και οι πολιτικές του ΔΝΤ στη Βενεζουέλα, αποτελεί επίσης έναν ισχυρό συμβολισμό, που βρίσκεται μάλιστα σε συνέχεια με τον ίδιο τον τσαβικό λόγο που πρώτος επικαλέστηκε, όπως θα δούμε, την αναλογία αυτή, όταν στο επίκεντρο βρίσκονταν ακόμη οι εξεγέρσεις σε Αίγυπτο και Τυνησία με τη δήλωση «Αυτό που συμβαίνει στην Αίγυπτο είχε ξεκινήσει εδώ πριν καιρό. Βρισκόμαστε σε ανταρσία εδώ και καιρό, σε επαναστατική μάλιστα ανταρσία». Αν τοποθετήσουμε τη δήλωση αυτή στα ιδιαίτερα κοινωνικά και πολιτικά της συμφραζόμενα, θα δούμε ότι στις συγκεκριμένες συνθήκες της Αιγύπτου ήταν εξαιρετικά εύστοχη επίκληση από την πλευρά του Τσάβες επιτελώντας μια διττή λειτουργία. Με μια τέτοια αφήγηση, ο Τσάβες αφενός αφοπλίζει την αντιπολίτευση συγκροτώντας μια αδιαμφισβήτητη ηγεμονία στις λαϊκές μάζες, καθώς κινητοποιεί την ιστορική μνήμη με όλα τα πολιτικά και θυμικά συνεπαγόμενα κι αφετέρου αναφέρεται με όρους προοπτικής στην λαϊκή πρωτοβουλία των αραβικών μαζών προτάσσοντας το παράδειγμα της Βενεζουέλας και της ρήξης με τον ιμπεριαλισμό, σα δημοκρατική διέξοδο για τον αραβικό κόσμο. Όταν επομένως από τμήματα της αριστεράς, που άσκησαν κριτική στον Τσάβες, χαρακτηρίστηκε και η Λιβύη Καρακάτσο, κατ’ ουσία τέθηκε το ερώτημα εάν οι λαϊκές αναταραχές της Λιβύης βρίσκονται σε ένα συνεχές με Αίγυπτο, Τυνησία κ.ο.κ. ή εάν αντίθετα βρίσκονται σε συνεχές με τα ιμπεριαλιστικά σχέδια, που παλεύουν να επανορίσουν, κατά το δοκούν των συμφερόντων τους, τα δεδομένα της ευρύτερης περιοχής.


Νομίζω ότι όποια απάντηση κι αν δώσουμε θα είναι προβληματική στο βαθμό που έχει τεθεί με στρεβλό τρόπο το ερώτημα. Κι αυτό γιατί η θεωρία της ολικής συνομωσίας και της αφετηριακά ξενοκίνητης εξέγερσης, δε μπορεί να σταθεί στα σοβαρά και απ’ όσο γνωρίζω δεν έχει υποστηριχθεί μέχρι σήμερα με στοιχεία, παρά μόνον με αφηρημένες πολιτικές εκτιμήσεις. Το ισχύον για όλο τον αραβικό κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Λιβύης, τετράπτυχο “φτώχεια – εξαθλίωση – ανεργία – καταστολή” που γέννησε την εξέγερση σε συνδυασμό με την ανοιχτά  φιλό – ιμπεριαλιστική και νεοφιλελεύθερη πολιτική του Καντάφι τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσε να εκλείψει από το νοηματικό μας ορίζοντα μόνον με μια βίαιη αφαίρεση των κοινωνικών και πολιτικών δεδομένων της ιστορικής στιγμής. Απ’ την άλλη, όσο κι αν η διεθνής αριστερά έχει ανάγκη από νίκες και λαϊκές εξεγέρσεις που να θέτουν στην ημερήσια διάταξη τη δυνατότητα του «ριζικά άλλου», οι πανηγυρισμοί των «εξεγερμένων» για τους στρατιωτικούς βομβαρδισμούς της Δύσης, μόναχα στο όνομα μιας αθεράπευτης πολιτικής αφέλειας - αν όχι συνειδητής πλέον επιλογής - θα μπορούσαν να μη «χαλάσουν» την απόλυτα θεμιτή επιθυμία μιας αφήγησης νίκης. Είτε στην περίπτωση της αφέλειας είτε της συνείδητής επιλογής, αντικειμενικά ή υποκειμενικά δηλαδή, έχουμε ενσωμάτωση στα κυρίαρχα ιμπεριαλιστικά παιχνίδια.
Με αυτά τα δεδομένα, το λάθος ερώτημα μας εγκλωβίζει σε μια αυτοαναφορικότητα και σε παράλληλους μονολόγους, καθώς απαιτεί καθαρότητα σε μια εξόχως αντιφατική πραγματικότητα. Η Λιβύη δεν είναι ούτε λαϊκό Καρακάτσο ούτε αμερικανοκίνητο πραξικόπημα και η ιστορική αναλογία δε μπορεί να βρεί ούτε κατά προσέγγιση το αντίστοιχό της στη συγκεκριμένη κατάσταση. Αποτελεί μια λαϊκή εξέγερση, στην απαρχή της χωρίς εισαγωγικά, που στην εξέλιξη των πραγμάτων μπήκε εντός εισαγωγικών, λόγω του αντιφατικού πολιτικού προσανατολισμού της, στον οποίο επέδρασαν οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί και τελικά ηγεμόνευσαν. Μήπως όμως μια τέτοια εκτίμηση μας οδηγεί αναγκαστικά στην αγκαλιά του δικτάτορα Καντάφι; Ίσως ναι στα πλαίσια της τυπικής λογικής, σίγουρα όμως όχι στα πλαίσια του μαρξισμού. Προφανώς, έχει σημασία να αναγνωρίζουμε ποιο είναι το κύριο σε κάθε περίσταση. Κι όταν ηχούν τα τύμπανα του πολέμου και της επέμβασης το κύριο είναι η καταδίκη του ιμπεριαλισμού και η αποκάλυψη της υποκρισίας της Δύσης που κόπτεται δήθεν για τα «ανθρώπινα δικαιώματα». Αυτές άλλωστε είναι και οι βασικές παραδοχές από τις οποίες ξεκινούν όλες οι κριτικές τοποθετήσεις της λατινοαμερικάνικης αριστεράς.
Αυτό όμως δε μας απαλλάσσει από την προσπάθεια να εντάξουμε τον πολιτικό προσανατολισμό και την κύρια κατεύθυνση σε μια προοπτική.  Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα για μια αριστερά που ψάχνει να βρει τις συντεταγμένες τις χειραφέτησης σε έναν 21ο αιώνα που την ίδια στιγμή μπορεί να φαντάζει τόσο νέος μα τόσο παλιός. Το ότι αυτή η προοπτική δεν περνάει μέσα από τις πρωτοβουλίες του Καντάφι είναι σίγουρο. Με ποιούς όμως όρους και με ποιές προϋποθέσεις μπορεί να τεθεί η προοπτική της χεραφέτησης στη Μέση Ανατολή (σε οικονομικό – κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο) στα νέα δεδομένα μάλιστα και τις συνολικές ανακατατάξεις στην περιοχή  και κυρίως πώς αλληλεπιδρά η σχέση αυτής της προοπτικής με το ζήτημα του έθνους – κράτους στη νέα περίοδο με ό,τι αυτό σηματοδοτεί σε επίπεδο πολιτικού προσανατολισμού; Η συζήτηση αυτή ξεφεύγει από τους σκοπούς αυτού του κειμένου, αλλά είναι τελικά η πιο σοβαρή διέξοδος απ’ τα κάθε είδους ψευδοδιλήμματα, που ανακύπτουν στην αδιαμεσολάβητη αμεσότητα των γεγονότων.
Σε κάθε περίπτωση όμως, μιλωντας σχηματικά και απ’ τη σκοπιά της προοπτικής, απέναντι στην “αριστερά του Καντάφι” που βλέπει τον αντί – ιμπεριαλισμό και την απελευθέρωση να περνούν μέσα από την υπεράσπιση της κυβέρνησης της Λιβύης μπορείς να σταθείς με όρους σοβαρής κριτικής, όπως επιχειρεί να πράξει η λατινοαμερικάνικη αριστερά απέναντι στον Τσάβες, παρά τις υπαρκτές της αντιφάσεις. Απέναντι όμως στην “αριστερά του ΝΑΤΟ” που βλέπει την απελευθέρωση να περνά μέσα από τους  τόμαχοκ του δυτικού «νεοδιαφωτισμού» μπορείς να σταθείς μονάχα με όρους σφοδρής, ασυμβίβαστης και μέχρι τέλους πολεμικής. Γιατί, χρησιμοποιώντας τους όρους του Φρέντρικ Τζέημσον στην καταληκτήρια αποστροφή του έργου του Μια μοναδική νεωτερικότητα, θα τολμούσα να πω, ότι η “αριστερά του Καντάφι” μένει ακόμη εγκλωβισμένη στο να «προβλέπει το παρελθόν», ενώ η “αριστερά του ΝΑΤΟ” υποσκάπτει αφετηριακά και ανεπανόρθωτα τις όποιες «αρχαιολογίες του μέλλοντος». Και το δεύτερο είναι που βαραίνει … όσο κι ο θάνατος που σκορπούν αυτές τις μέρες οι βόμβες του «ανθρωπισμού».

Του Κώστα Γούση

Από τη Λέσχη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου