Ενας παλιός αστός πολιτικός του λεγόμενου Δημοκρατικού Κέντρου, ο Γεώργιος Καφαντάρης είχε πει με δεικτικό τρόπο για τη στάση του Μεταξά απέναντι στο ιταλικό τελεσίγραφο: «Είπε το ΟΧΙ, ο μόνος Ελληνας που θα μπορούσε να πει το ΝΑΙ». Το λογοπαίγνιο αυτό του Καφαντάρη ήταν ευθεία αναφορά στις ιδεολογικές και πολιτικές συγγένειες που είχε ο ίδιος ο δικτάτορας και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου με τα φασιστικά κινήματα της Ευρώπης εκείνης της ιστορικής περιόδου, ιδιαίτερα δε με το ιταλικό φασιστικό κίνημα του Μπενίτο Μουσολίνι. Ομως το «ΟΧΙ» του Μεταξά αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι σε τέτοιες ιστορικές στιγμές τις αποφάσεις δεν τις επιβάλλουν οι ιδεολογικές και πολιτικές προτιμήσεις των ηγετών, αλλά τα γενικότερα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων στην εσωτερική και διεθνή τους διάσταση.
Η πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώθηκε μερικά χρόνια αργότερα από τον ίδιο τον Ελληνα δικτάτορα ο οποίος, στις αρχές Μάη του 1940, εξομολογούνταν, στον Αρθουρ Μάρτον – ανταποκριτή της «Ντέιλι Τέλεγκραφ» στην Αίγυπτο – τον οποίο συνάντησε στην Αθήνα, τα παρακάτω: «Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτα δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης».
Εντούτοις ο Μεταξάς μπροστά στο ενδεχόμενο πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας με την Ιταλία επιχείρησε να διερευνήσει τη δυνατότητα απεμπλοκής από την Αγγλία και συμβιβασμού με τις απαιτήσεις του φασιστικού μπλοκ της Ευρώπης. Να πώς ο ίδιος περιέγραψε αυτό το θέμα στη συνάντηση που είχε με τους ιδιοκτήτες και τους αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου στις 30 Οκτώβρη του 1940:
«Μη νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. ‘Η ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνει διά να τον αποφύγωμε….
Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμείξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πως καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τον τόπον από αυτόν, έστω και διά παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Εθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν τον Αξονος, μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορούσε να είναι μία εκουσία προσχώρησις της Ελλάδος εις τη “Νέαν Τάξιν”.
Προσχώρησις που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ “ως εραστήν του Ελληνικού πνεύματος”.
Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις τη Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς διά την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως “ασήμαντοι” εμπρός εις τα “οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα” τα οποία θα είχεν διά την Ελλάδα ή Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν. Φυσικά με πάσαν περίσκεψιν και ανεπισήμως επεδίωξα δι’ όλων των μέσων να κατατοπισθώ συγκεκριμένως ποίαι θα ήσαν αι θυσίαι αυταί, με τας οποίας η Ελλάς θα έπρεπε να πληρώση την ατίμωσιν της εξ ιδίας θελήσεως προσφοράς της να υπαχθή υπό τη Νέαν Τάξιν.
Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Ελληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις ότι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο “εις το ελάχιστον δυνατόν”. Οταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορούσε να είναι ούτο το ελάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς τη Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς.
Δηλαδή θα έπρεπε, διά να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από τη Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Αγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των…
Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, αλλά τρεις αυτήν τη φοράν Ελλάδες.
Η πρώτη θα ήτο η επίσημος των Αθηνών, η οποία είχεν φθάσει εις την πώρωσιν και το κατάντημα διά να αποφύγη τον πόλεμον να δεχθή να γίνη εθελοντής δούλος, πληρώνουσα μάλιστα την τιμήν αυτήν και με τη συγκατάθεσίν της να αυτοακρωτηριασθή τραγικώτατα, παραδίδουσα εις την δουλείαν πληθυσμούς αμιγώς ελληνικούς και μάλιστα δύναμαι να είπω τους ελληνικωτέρους των ελληνικών τοιούτους. Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς. Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του Εθνους, το οποίον ποτέ δε θα απεδέχετο την εκουσίαν του υποδούλωσιν πληρωνομένην μάλιστα με εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον και ισοδυναμούσαν με οριστικήν ατίμωσιν και μελλοντικήν βεβαίαν εκμηδένισιν του Ελληνισμού ως εννοίας και οντότητος, εκμηδένισιν πρώτον ηθικήν και δεύτερον εν συνεχεία της ηθικής και υλικήν.
Το Εθνος ουδέποτε θα συνεχώρει εις τον Βασιλέα και την Εθνικήν Κυβέρνησιν της 4ης Αυγούστου, τοιαύτην πολιτικήν.
Τρίτη τέλος θα προέκυπτε μία ακόμη Ελλάς, η Ελλάς την οποίαν δε θα παρέλειπον να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκλησιν του δημοκρατισμού, οι δημοκρατικοί Ελληνες υπό την κάλυψιν του βρετανικού Στόλου εις τας νήσους, Κρήτην και εις τας άλλας. Η τρίτη αυτή Ελλάς, η “Δημοκρατική” θα είχε με το μέρος της όχι μόνον την πρόθυμον υποστήριξιν της Αγγλίας εις την οποίαν θα έδιδε το δικαίωμα να καλύψη τας νήσους μας, καλυπτομένη και η ιδία εις την Βόρειον Αφρικήν, αλλά θα είχε με το μέρος της και το Εθνικόν δίκαιον. Η ηθική της δύναμις λοιπόν θα απερρόφα μοιραίως την επίσημον Ελλάδα, διότι θα διέθετεν η τρίτη αυτή Ελλάς, την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν της ανεπισήμου, της “δευτέρας” Ελλάδος, της Εθνικής δημοσίας γνώμης εν τη παμψηφία της».
Ο κυνικός τρόπος με τον οποίο ο ίδιος ο Μεταξάς ομολογεί ότι κατ’ ουσίαν εξαναγκάστηκε να μπει στον πόλεμο με την Ιταλία, ασφαλώς δεν αφήνει περιθώρια για περισσότερα σχόλια.
Αν όμως το «Οχι» του Μεταξά ήταν υποχρεωτικό στο πλαίσιο των διεθνών ανταγωνισμών της εποχής και των ιδιαίτερων δεσμών του ελληνικού με το ξένο κεφάλαιο, το ΟΧΙ του ελληνικού λαού πήγαζε από τις παραδόσεις, την ιστορία του, το αναφαίρετο δικαίωμά του και τον αναμφισβήτητο πόθο του να ζήσει ελεύθερος και ανεξάρτητος. Ο ελληνικός λαός όχι μόνο δεν ταλαντεύτηκε στο δικό του ΟΧΙ, αλλά ήταν και ο μόνος που πίστευε στη νίκη κόντρα στα όσα πίστευε και στα όσα περίμενε από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο η δικτατορία.
Για να φανεί πόσο τεράστια ήταν η απόσταση των δικτατόρων από τις διαθέσεις του λαού, αξίζει να αναφέρουμε τούτο: Την επομένη της κήρυξης του πολέμου, στις 29 Οκτώβρη του 1940 ο δικτάτορας Μεταξάς έγραφε στο ημερολόγιό του: «Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξος Κοινή Γνώμη». Τον ανησυχούσε δηλαδή το υψηλό ηθικό του λαού, το ότι το λαό τον διακατείχε στο μέγιστο βαθμό ο κυριότερος ψυχολογικός όρος για τη διεξαγωγή ενός νικηφόρου πολέμου!!!
Από Ηρόδοτος
Η πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώθηκε μερικά χρόνια αργότερα από τον ίδιο τον Ελληνα δικτάτορα ο οποίος, στις αρχές Μάη του 1940, εξομολογούνταν, στον Αρθουρ Μάρτον – ανταποκριτή της «Ντέιλι Τέλεγκραφ» στην Αίγυπτο – τον οποίο συνάντησε στην Αθήνα, τα παρακάτω: «Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτα δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης».
Εντούτοις ο Μεταξάς μπροστά στο ενδεχόμενο πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας με την Ιταλία επιχείρησε να διερευνήσει τη δυνατότητα απεμπλοκής από την Αγγλία και συμβιβασμού με τις απαιτήσεις του φασιστικού μπλοκ της Ευρώπης. Να πώς ο ίδιος περιέγραψε αυτό το θέμα στη συνάντηση που είχε με τους ιδιοκτήτες και τους αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου στις 30 Οκτώβρη του 1940:
«Μη νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. ‘Η ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνει διά να τον αποφύγωμε….
Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμείξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πως καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τον τόπον από αυτόν, έστω και διά παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Εθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν τον Αξονος, μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορούσε να είναι μία εκουσία προσχώρησις της Ελλάδος εις τη “Νέαν Τάξιν”.
Προσχώρησις που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ “ως εραστήν του Ελληνικού πνεύματος”.
Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις τη Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς διά την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως “ασήμαντοι” εμπρός εις τα “οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα” τα οποία θα είχεν διά την Ελλάδα ή Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν. Φυσικά με πάσαν περίσκεψιν και ανεπισήμως επεδίωξα δι’ όλων των μέσων να κατατοπισθώ συγκεκριμένως ποίαι θα ήσαν αι θυσίαι αυταί, με τας οποίας η Ελλάς θα έπρεπε να πληρώση την ατίμωσιν της εξ ιδίας θελήσεως προσφοράς της να υπαχθή υπό τη Νέαν Τάξιν.
Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Ελληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις ότι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο “εις το ελάχιστον δυνατόν”. Οταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορούσε να είναι ούτο το ελάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς τη Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς.
Δηλαδή θα έπρεπε, διά να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από τη Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Αγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των…
Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, αλλά τρεις αυτήν τη φοράν Ελλάδες.
Η πρώτη θα ήτο η επίσημος των Αθηνών, η οποία είχεν φθάσει εις την πώρωσιν και το κατάντημα διά να αποφύγη τον πόλεμον να δεχθή να γίνη εθελοντής δούλος, πληρώνουσα μάλιστα την τιμήν αυτήν και με τη συγκατάθεσίν της να αυτοακρωτηριασθή τραγικώτατα, παραδίδουσα εις την δουλείαν πληθυσμούς αμιγώς ελληνικούς και μάλιστα δύναμαι να είπω τους ελληνικωτέρους των ελληνικών τοιούτους. Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς. Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του Εθνους, το οποίον ποτέ δε θα απεδέχετο την εκουσίαν του υποδούλωσιν πληρωνομένην μάλιστα με εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον και ισοδυναμούσαν με οριστικήν ατίμωσιν και μελλοντικήν βεβαίαν εκμηδένισιν του Ελληνισμού ως εννοίας και οντότητος, εκμηδένισιν πρώτον ηθικήν και δεύτερον εν συνεχεία της ηθικής και υλικήν.
Το Εθνος ουδέποτε θα συνεχώρει εις τον Βασιλέα και την Εθνικήν Κυβέρνησιν της 4ης Αυγούστου, τοιαύτην πολιτικήν.
Τρίτη τέλος θα προέκυπτε μία ακόμη Ελλάς, η Ελλάς την οποίαν δε θα παρέλειπον να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκλησιν του δημοκρατισμού, οι δημοκρατικοί Ελληνες υπό την κάλυψιν του βρετανικού Στόλου εις τας νήσους, Κρήτην και εις τας άλλας. Η τρίτη αυτή Ελλάς, η “Δημοκρατική” θα είχε με το μέρος της όχι μόνον την πρόθυμον υποστήριξιν της Αγγλίας εις την οποίαν θα έδιδε το δικαίωμα να καλύψη τας νήσους μας, καλυπτομένη και η ιδία εις την Βόρειον Αφρικήν, αλλά θα είχε με το μέρος της και το Εθνικόν δίκαιον. Η ηθική της δύναμις λοιπόν θα απερρόφα μοιραίως την επίσημον Ελλάδα, διότι θα διέθετεν η τρίτη αυτή Ελλάς, την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν της ανεπισήμου, της “δευτέρας” Ελλάδος, της Εθνικής δημοσίας γνώμης εν τη παμψηφία της».
Ο κυνικός τρόπος με τον οποίο ο ίδιος ο Μεταξάς ομολογεί ότι κατ’ ουσίαν εξαναγκάστηκε να μπει στον πόλεμο με την Ιταλία, ασφαλώς δεν αφήνει περιθώρια για περισσότερα σχόλια.
Αν όμως το «Οχι» του Μεταξά ήταν υποχρεωτικό στο πλαίσιο των διεθνών ανταγωνισμών της εποχής και των ιδιαίτερων δεσμών του ελληνικού με το ξένο κεφάλαιο, το ΟΧΙ του ελληνικού λαού πήγαζε από τις παραδόσεις, την ιστορία του, το αναφαίρετο δικαίωμά του και τον αναμφισβήτητο πόθο του να ζήσει ελεύθερος και ανεξάρτητος. Ο ελληνικός λαός όχι μόνο δεν ταλαντεύτηκε στο δικό του ΟΧΙ, αλλά ήταν και ο μόνος που πίστευε στη νίκη κόντρα στα όσα πίστευε και στα όσα περίμενε από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο η δικτατορία.
Για να φανεί πόσο τεράστια ήταν η απόσταση των δικτατόρων από τις διαθέσεις του λαού, αξίζει να αναφέρουμε τούτο: Την επομένη της κήρυξης του πολέμου, στις 29 Οκτώβρη του 1940 ο δικτάτορας Μεταξάς έγραφε στο ημερολόγιό του: «Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξος Κοινή Γνώμη». Τον ανησυχούσε δηλαδή το υψηλό ηθικό του λαού, το ότι το λαό τον διακατείχε στο μέγιστο βαθμό ο κυριότερος ψυχολογικός όρος για τη διεξαγωγή ενός νικηφόρου πολέμου!!!
Από Ηρόδοτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου