Ο τελευταίος πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας το 1991, ο Στίπε Μέσιτς[1], δεν είχε άλλη λύση από το να παραιτηθεί μόλις η Κροατία του Φράνιο Τούτζμαν αποσχίστηκε από την παραπαίουσα γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία. Σύντομα, η Σλοβενία κήρυξε την ανεξαρτησία της και το υπερεθνικό κράτος του Γιοσίπ Μπρόζ Τίτο έριξε οριστικά την ταφόπλακα στο παρελθόν του. Η παγκόσμια κοινότητα παρακολουθεί αμήχανη τις εξελίξεις αλλά η Ευρώπη είχε καλούς λόγους να ανησυχεί, καθώς το φάντασμα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου συννέφιασε απειλητικά το μέλλον της ηπείρου. Ο σερβικός μεγαλοϊδεατισμός του Μιλόσεβιτς[2] πίεζε τις όμορες περιοχές και με τις πρώτες σπίθες της κροατικής ανακατάληψης στην Κράινα έγινε αντιληπτό ότι η κατάσταση όδευε στον αναπόφευκτο πλέον πόλεμο[3]. Οι αρχικές βιαστικές κινήσεις των Ευρωπαίων ηγετών για τις μονομερείς όσο κι επιλεκτικές αναγνωρίσεις της Κροατίας και της Σλοβενίας φούντωσαν τον σερβικό εθνικισμό και ο Μιλόσεβιτς άρχισε να εφαρμόζει ένα ευρύ σχέδιο από εθνοκαθάρσεις και πολεμικές συρράξεις για να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν το μεγαλύτερο χώρο από την πίτα των Βαλκανίων.
[1] Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Σκίπε Μέσιτς δημοσιεύεται στην Καθημερινή (1.11.2009)
Μετά τις αστάθειες των ελληνικών οικουμενικών κυβερνήσεων, απόρροια του βρώμικου '89, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι η πρώτη, έστω με οριακή λαϊκή εντολή, που θα κληθεί να αντιμετωπίσει την κρίση στην Γιουγκοσλαβία. Από την πρώτη στιγμή, όταν το καινούριο κράτος του Γκλιγκόροφ προέβαλλε τις αξιώσεις για την επίσημη ονομασία του, ο βάκιλος του ελληνικού εθνικισμού αντέδρασε πολλαπλασιαστικά με κύριους μοχλούς έκφρασης τα ΜΜΕ και έναν φερέλπιδα πολιτικό από την Μεσσηνία, τον Αντώνη Σαμαρά, στο αρχηγικό πόστο του υπουργείου Εξωτερικών. Η εμπιστοσύνη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στο πρόσωπο του Α. Σαμαρά ήταν ακόμη νωπή ώστε να μην υποψιαστούν αρχικά οι Έλληνες πολίτες πως η προπαγάνδα θα οδηγούσε την Ελλάδα βήμα προς βήμα προς την διεθνή ανυποληψία. Είναι χαρακτηριστικές δύο περιπτώσεις για τον τρόπο που λειτουργούσε η κρατική προπαγάνδα. Σύμφωνα με έναν σέρβο δημοσιογράφο στην τότε αντιπολιτευτική εφημερίδα Verme, ο Πέταρ Λούκοβιτς, το καθεστώς Μιλόσεβιτς "χρησιμοποιεί τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης για την ενίσχυση της εξουσίας του και όχι για την ευημερία του σερβικού λαού"[1]. Λίγο αργότερα, το 1994, ο τότε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος δηλώνει ενθουσιασμένος για τα ελληνικά ΜΜΕ σε βιβλίο του, πως "είμαι υπερήφανος για το επίπεδο του Ελληνικού Τύπου. Είναι ασύγκριτα καλύτερο από οποιασδήποτε άλλης χώρας της Ευρώπης"[2]. Αυτό το υψηλό επίπεδο ενημέρωσης φάνηκε σε μια από τις πολλές καταγγελίες ξένων ανταποκριτών, της Ολλανδής δημοσιογράφου Ίνγκεμποργκ Μπόιγκελ στην εβδομαδιαία ολλανδική εφημερίδα Elsevier. Το 1994 συμμετείχε σε ελληνική αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στο σερβοβόσνιο πληθυσμό της Μπάνια Λούκα στη Βοσνία. Οι Έλληνες την εμπόδισαν να μιλήσει με μουσουλμάνους πρόσφυγες όταν φτάσανε στο παράρτημα του Ερυθρού Σταυρού. Τα λόγια της είναι εύγλωττα: "όταν προσπάθησα να μιλήσω με τα μέλη μιας μουσουλμανικής οικογένειας σε ένα κέντρο του Ερυθρού Σταυρού, ο Έλληνας συντονιστής μου άρπαξε το κασετόφωνο και με τράβηξε δια της βίας έξω από το δωμάτιο φωνάζοντας: δεν ξέρεις ότι δεν πρέπει να μιλάς μ' αυτούς!"[3]. Τα πρωτοσέλιδα των μεγαλύτερων ελληνικών εφημερίδων ήταν μονόπλευρα ως προς την παρουσίαση της γιουγκοσλαβικής κρίσης. Στην πραγματικότητα τα ελληνικά ΜΜΕ κατέγραφαν αποκλειστικά τη σερβική κρίση αγνοώντας και αποσιωπώντας επιδεικτικά ότι το καθεστώς του Μιλόσεβιτς λειτουργούσε με επεκτατικό τρόπο στο μεγαλύτερο σφαγείο της μεταπολεμικής εποχής.
Από την άλλη, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν ήταν βέβαιος πως δεν θα αναγνωριζόταν η γείτονα χώρα με το συνταγματικό όνομα της Μακεδονίας αλλά εξέφρασε την εκτίμησή του ότι δεν πρόκειται να υπάρξει μονομερής αναγνώριση των Σκοπίων από χώρες μέλη της ΕΟΚ. «Δεν βλέπω τέτοια προοπτική. Δεν βλέπω τέτοια περίπτωση. Η Ευρώπη είναι ενωμένη»[5]. Οι ανησυχίες της διεθνούς κοινότητας ήταν ήδη εκδηλωμένες από τις αρχές του 1991, όταν ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς επισκεπτόταν τακτικά την Αθήνα για συναντήσεις με τον Κ. Μητσοτάκη και τον Α. Σαμαρά. Αυτές οι επισκέψεις ανταποδώθηκαν από την ελληνική πλευρά και στο Βελιγράδι. Από τις πληροφορίες που βγήκαν αργότερα στο φως, ο σκοπός αυτών τον επισκέψεων ήταν η "αντιμετώπιση" του μακεδονικού προβλήματος, δηλαδή ουσιαστικά συζητούσαν για το μέλλον της "Δημοκρατίας της Μακεδονίας", ερήμην του Γλιγκόροφ και των εκπροσώπων του.
Τα γεγονότα για τα παρασκήνια των επαφών μεταξύ ελληνικής και σερβικής πλευράς, για τον έλεγχο της σλαβικής Μακεδονίας, μας τις δίνει απλόχερα ο τότε ανώτερος διπλωματικός σύμβουλος του Α. Σαμαρά και νυν εκδότης του περιοδικού Άμυνα και Διπλωματία Αλέξανδρος Τάρκας. Το 1995 εξέδωσε τον πρώτο τόμο του βιβλίου Αθήνα - Σκόπια: πίσω από τις κλειστές πόρτες[6] όπου μέσα από απόρρητα έγγραφα και τις προσωπικές μαρτυρίες του καταγράφει το διπλωματικό παρασκήνιο των ελληνοσερβικών σχέσεων. Η σημασία και η αξιοπιστία του βιβλίου αυτού είναι ακόμα μεγαλύτερη επειδή το προλογίζει ο ίδιος ο Α. Σαμαράς, επιβεβαιώνοντας τα όσα αναφέρονται σε αυτό.
Για να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα, η Αθήνα κατάρτιζε τόσο πολιτικά όσο και σοβαρά στρατιωτικά σχέδια για την αντιμετώπιση της κρίσης και ειδικά σε περίπτωση εκτεταμένων συρράξεων στη γείτονα χώρα. Κάποια από αυτά τα σχέδια προχωρούσαν παραπέρα από τη λογική στάση των ίσων αποστάσεων και των ειρηνευτικών διαβουλεύσεων και οι ενδείξεις είναι πάρα πολλές. Ο Νίκος Μαράκης στο Βήμα[14] καταγράφει, μεταξύ άλλων, το "ισραηλινό σενάριο", σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα θα ασκούσε μονομερή στρατιωτική επέμβαση στις «διαβάσεις του Αξιού», δηλαδή μέσα στην κοιλάδα του Βαρδάρη, με «περιορισμένη στρατιωτική δύναμη», που θα είχε σαν στόχο τη διασφάλιση των ελληνικών συνόρων. Το κερασάκι είναι πως η Ελλάδα θα είχε «δε τη βούλησή της να μεταβιβάσει τον έλεγχο των εδαφών αυτών σε απόσπασμα είτε του ΝΑΤΟ είτε των Ηνωμένων Πολιτειών». Δεν υπάρχει καμία απολύτως λογική σε αυτό το σενάριο όπως παρουσιάζεται. Ας θυμηθούμε πως το γιουγκοσλαβικό Γ' Σώμα Στρατιάς, που σύντομα θα αναχωρούσε για το Κόσοβο, είχε αφοπλίσει τα ντόπια στρατιωτικά σώματα, οπότε με τι τρόπο το κράτος των Σκοπίων συνιστούσε απειλή, εκτός κι αν ίσως είχε παραστρατιωτικές ομάδες; Εκείνη την εποχή το Κόσοβο άρχιζε να αναφλέγεται με την εμπλοκή του UCK από την Αλβανία, συνεπώς θα ήταν μάλλον επιπόλαιο να σκεφτούμε πως η τελευταία θα ανακατευόταν στρατιωτικά στην κοιλάδα του Βαρδάρη. Κι επιπλέον, στην ίδια σελίδα και σε άλλο ρεπορτάζ[15] διαβάζουμε πως «συνάντηση με τον αλβανό υπουργό Δημόσιας Τάξης είχε ο Θ. Αναγνωστόπουλος για το θέμα των αλβανών προσφύγων, αλλά ο αλβανός υπουργός ζήτησε από τον κ. Αναγνωστόπουλο να του χορηγήσει "αν του περισσεύει, κανένα ασύρματο ή αυτοκίνητο"»! Οπλισμένοι σαν αστακοί οι δύο γείτονές μας στα σύνορα με την Ελλάδα...
[9] Παρατίθεται από την Ελευθεροτυπία 11.1.1992. Ο Οδ. Ζούλας πέθανε τον ίδιο χρόνο και στη μνήμη του έχει θεσπιστεί από τη Βουλή βραβείο κοινοβουλευτικού συντάκτη
Και καταλήγει το ρεπορτάζ του Ν. Μαράκη για το "ισραηλινό σενάριο":
Το ρεπορτάζ είναι αποκαλυπτικό, δείχνει πως η ελληνική κυβέρνηση και ο στρατός δεν είχαν τους ενδοιασμούς για να κάνουν - έστω - "ασκήσεις επί χάρτου", κι αν παραμείνουμε στον τελευταίο χαρακτηρισμό ως μια ανώδυνη έννοια για "να παίξουν μερικοί τα στρατιωτάκια", πριν την έλευση του θρυλικού παιχνιδιού στρατηγικής για υπολογιστή, το Civilization, ας ανασύρουμε ένα ακόμα ρεπορτάζ της ίδιας εφημερίδας, δημοσιευμένο λίγους μήνες νωρίτερα. Ο Νίκος Χασαπόπουλος γράφει πιο ωμά, με αφορμή τη σύσταση του νέου αμυντικού δόγματος για την Ελλάδα εκείνη την ταραχώδη περίοδο:
Ένα χρόνο αργότερα, η εφημερίδα Έθνος[17] δημοσιεύει ένα εντυπωσιακό ντοκουμέντο που διασταυρώνει τους παραπάνω ισχυρισμούς. Με αφορμή μια συνέντευξη στην Απογευματινή του τότε υπουργού Εθνικής Άμυνας Ι. Βαρβιτσιώτη, δήλωσε πως πράγματι υπάρχουν πολεμικά σχέδια από το ΓΕΕΘΑ, ο στρατιωτικός συντάκτης Δήμος Βερύκιος προχώρησε στη δημοσιοποίηση αυτών των σχεδίων, λέγοντας πως η εφημερίδα Έθνος, εδώ και καιρό, έχει στη διάθεσή της τους βασικούς άξονες αυτών των σχεδίων και πως μετά τη δημόσια παραδοχή του υπουργού, αποκαλύπτει το σχέδιο των "Σιδηρών Πυλών" επισυνάπτοντας ένα στρατιωτικό χάρτη:
Οι συνέπειες της "λαβίδας Σαμαρά" δεν αργούν να φανούν, όπως γράφει ο Αλ. Τάρκας:
Το εμπάργκο αυτό ουδέποτε ανακοινώθηκε από το ΥΠΕΞ παρά τις σχετικά χαλαρές αναφορές στον ελληνικό τύπο. Αυτό το γεγονός οφείλεται στο ότι ασκήθηκε μονομερώς χωρίς να ενημερωθεί επίσημα η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Όμως ο Α. Σαμαράς λογάριαζε χωρίς τις ελληνικές εταιρίες πετρελαιοειδών που δυσανασχετούσαν για τον οικονομικό αποκλεισμό. Σε επιστολή του τότε νομάρχη Θεσσαλονίκης και μετέπειτα βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Ευγένιου Χαϊτίδη, ο τελευταίος παραπονιόταν στον Α. Σαμαρά πως οι ελληνικές εταιρίες, όπως τα Διυλιστήρια Ασπροπύργου, η JETOIL και ο Μαμιδάκις, έβρισκαν τρόπους να παρακάμπτουν το εμπάργκο. Ο υπουργός τον "διέταξε", δίνοντάς του την εξουσιοδότηση, να προχωρήσει σε περισσότερες ενέργειες ώστε να ισχύσει απρόσκοπτα ο αποκλεισμός. Στην απαντητική επιστολή, γράφει προς τον νομάρχη:
Με την επιβολή της "λαβίδας Σαμαρά" και την έντονη καχυποψία της διεθνούς κοινότητας απέναντι στο ελληνικό ΥΠΕΞ, που έκανε ό,τι ήταν δυνατόν να διαλαλεί το φανατισμό εναντίον της π.γ. Δημοκρατίας της Μακεδονίας με τη βοήθεια των ΜΜΕ, οι κατηγορίες και οι εξωτερικές και εσωτερικές πιέσεις προς τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για την αποπομπή του Αντώνη Σαμαρά θα γίνουν μια συνήθης πρακτική. Ο Α. Σαμαράς είχε υποκαταστήσει το ρόλο του Μητσοτάκη ως επίδοξου πρωθυπουργού και, γιατί όχι, ως επίδοξου εθνάρχη μετά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τις προφανείς πλέον επεκτατικές βλέψεις του στο έδαφος της γείτονας χώρας και τον ανοιχτό επεκτατικό πόλεμο που ξεκινούσε ο Μιλόσεβιτς. Εν τέλει, ο Αντώνης Σαμαράς τιμωρήθηκε για την αλαζονεία που επέδειξε στο πολιτικό συμβούλιο των αρχηγών κομμάτων στις 13 Απριλίου του 1992, όταν έθεσε ως όρο τα "Επτά Σημεία Προγράμματος Δράσης" της εξωτερικής πολιτικής απέναντι στα Σκόπια. Που αυτά τα σημεία δεν ήταν ακριβώς μια επιθετική πολιτική προς την κυβέρνηση του Γκλιγκόροφ, αλλά η εφαρμογή τους θα καθιστούσε την Ελλάδα όμηρο στην ικανοποίηση μιας υπέρμετρης προσωπικής φιλοδοξίας που υπαγορευόταν από το συναισθηματικό αλάνθαστο του Μεσσήνιου πολιτικού και συγγενή της Πηνελόπης Δέλτα, την υμνήτρια του Μακεδονικού Αγώνα. Τα "Επτά Σημεία Προγράμματος Δράσης" βρίθουν από άφθονες γραμματικές υποτακτικές προς την κυβέρνηση, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους αρχηγούς των κομμάτων, με άλλα λόγια τους υπαγόρευε επιτακτικά τη δική του πολιτική χωρίς περιθώρια συζήτησης.
Οπως αναφέρεται στα ρεπορτάζ της εποχής, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής του είπε: «Δηλαδή, εσύ θέλεις να ακολουθήσουμε την πολιτική σου;»[28] και του λέει να αποχωρήσει. Από τους αρχηγούς των κομμάτων, μόνο ο Ανδρέας Παπανδρέου αρκέστηκε να πει στον Αντώνη Σαμαρά ένα «γειά σας»[29].
Από Jungle Report
Ταυτόχρονα, ένας άλλος εθνικισμός άρχισε να εκδηλώνεται για να δημιουργήσει το πρώτο ανεξάρτητο κράτος στην ιστορία του, τη λεγόμενη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Ο σλαβομακεδονικός αλυτρωτισμός, παρά τις περί του αντιθέτου εντυπώσεις, έχει γερές ρίζες στην ιστορία του και στην πραγματικότητα οι πρώτες νύξεις για την εκδήλωσή του γίνονται ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, σχεδόν ταυτόχρονα με την Ελληνική Επανάσταση του 1821, χάρη σε Ρώσους και Βούλγαρους λόγιους που είχαν ισχυρή ελληνική παιδεία. Οι εθνικοί ανταγωνισμοί μεταξύ χριστιανικών ομάδων, Έλληνες, Βούλγαροι και Σλαβομακεδόνες ανανήψαντες από την Εξαρχία, έδειξαν πως η κοινή θρησκεία, το ομόδοξον, καταλήγει βολικό πρόσχημα μπροστά στα τοπικά πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά συμφέροντα του εθνικού αλυτρωτισμού. Η αγαστή συνεργασία του Πατριαρχείου με την Πύλη ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που οι αποσχιστικές τάσεις βρήκαν γόνιμο έδαφος στις αγροτικές ειδικά κοινωνίες, που είτε με το ένα είτε με το άλλο αφεντικό στέναζαν από τις καταχρήσεις των κοσμικών εξουσιών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Σε αυτή την εμπόλεμη κατάσταση ήταν αδύνατο να μην λάβουν μέρος στο πολιτικό και το διπλωματικό σκέλος και άλλες χώρες που έχουν ισχυρά ερείσματα στα εδάφη της νότιας Γιουγκοσλαβίας, η Βουλγαρία, η Αλβανία και η Ελλάδα. Με την τελευταία να ασκεί μια σπασμωδική όσο κι εκνευριστική πολιτική που μέχρι σήμερα έχει αποβεί εις βάρος της, με τις πολυπλόκαμες αναταράξεις και τις απανωτές παλινωδίες των δύο πρώτων πολιτικών διαχειριστών της κρίσης, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τον Ανδρέα Παπανδρέου, εξέθεσε ανεπανόρθωτα τη χώρα στη διεθνή κοινότητα. Από την άλλη η Βουλγαρία, πιστή στις ιστορικές βλέψεις της προς το Αιγαίο και τη σλαβική Μακεδονία, τηρεί τα προσχήματα αναγνωρίζοντας τη νεότευκτη χώρα του Γκλιγκόροφ, χωρίς όμως να τις αποποιείται ξεκάθαρα σε προπαγανδιστικό επίπεδο. Όμως το πρόβλημα των αλβανικών μειονοτήτων στα εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας δεν γίνεται να μην απασχολήσει και την Αλβανία, που κράτησε σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο σχετικά εγκρατή στάση παρά τις επικίνδυνες αλλά μάλλον περιορισμένες δράσεις των παραστρατιωτικών ομάδων της. Έτσι, ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία παρέμεινε "εσωτερική" υπόθεση αναστέλλοντας κάθε κίνηση για επέκταση των συγκρούσεων σε όλα τα Βαλκάνια. Διότι οι βαλκανικές χώρες είχαν να ζυγίσουν και το φόβητρο της Τουρκίας... Θα προσπαθήσουμε να ξεδιαλύνουμε αυτό το βαλκανικό κουβάρι σε μια σειρά από κείμενα, που θα ακολουθήσουν αντίστροφη χρονολογική σειρά, αρχίζοντας από τους πολέμους και τις διενέξεις στο πρώην γιουγκοσλαβικό έδαφος κατά την περίοδο 1991-95 σε σχέση με την ελληνική πολιτική σκηνή, ξεδιαλύνοντας σταδιακά την κατάσταση με ντοκουμέντα, φωτογραφίες, χάρτες, βιβλιογραφία και παραθέσεις, μέχρι να φτάσουμε στο απώτερο παρελθόν του 19ου αιώνα, που χαρακτηρίστηκε από την ανάδυση και την εγκαθίδρυση της έννοιας του εθνικού κράτους με όλα τα προβλήματα που έφερε στη συνέχεια εξαιτίας του εθνικισμού. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο αριστερός διανοητής Άγγελος Ελεφάντης: "ο εθνικισμός όπως κατασκευάζει την ιστορία στα μέτρα του, κατασκευάζει και αλύτρωτους ομοεθνείς στο χώρο του αντιπάλου"[4].
[1] Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Σκίπε Μέσιτς δημοσιεύεται στην Καθημερινή (1.11.2009)
[2] "Η σερβική «Μεγάλη Ιδέα» ήταν η αποκατάσταση του σερβικού έθνους που ο Τίτο είχε επίτηδες πολυδιασπάσει, σ’ ένα ενιαίο σερβικό κράτος. Το αρχικό σχέδιο και μάλιστα μετά τις πρώτες επιχειρήσεις του «Ομοσπονδιακού Στρατού» στην Κροατία, ήταν η διατήρηση μιας σερβικής ουσιαστικά Γιουγκοσλαβίας με τη συμμετοχή της Κράινα και της Ανατολικής Σλαβονίας από την πρώην γιουγκοσλαβική Κροατία, της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης, της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και φυσικά της Σερβίας (με τις δύο αυτόνομες δημοκρατίες της, τη Βοϊβοντίνα και το Κοσσυφοπέδιο) και του Μαυροβουνίου". Τ. Χατζηαναστασίου (περιοδικό Άρδην, τεύχος 2, 1996)
[3] Wikipedia, Πόλεμος στην Κροατία
[4] Ο Ιανός του Εθνικισμού και η Ελληνική Βαλκανική Πολιτική, συλλογικό έργο, σελ 58
Μετά τις αστάθειες των ελληνικών οικουμενικών κυβερνήσεων, απόρροια του βρώμικου '89, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι η πρώτη, έστω με οριακή λαϊκή εντολή, που θα κληθεί να αντιμετωπίσει την κρίση στην Γιουγκοσλαβία. Από την πρώτη στιγμή, όταν το καινούριο κράτος του Γκλιγκόροφ προέβαλλε τις αξιώσεις για την επίσημη ονομασία του, ο βάκιλος του ελληνικού εθνικισμού αντέδρασε πολλαπλασιαστικά με κύριους μοχλούς έκφρασης τα ΜΜΕ και έναν φερέλπιδα πολιτικό από την Μεσσηνία, τον Αντώνη Σαμαρά, στο αρχηγικό πόστο του υπουργείου Εξωτερικών. Η εμπιστοσύνη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στο πρόσωπο του Α. Σαμαρά ήταν ακόμη νωπή ώστε να μην υποψιαστούν αρχικά οι Έλληνες πολίτες πως η προπαγάνδα θα οδηγούσε την Ελλάδα βήμα προς βήμα προς την διεθνή ανυποληψία. Είναι χαρακτηριστικές δύο περιπτώσεις για τον τρόπο που λειτουργούσε η κρατική προπαγάνδα. Σύμφωνα με έναν σέρβο δημοσιογράφο στην τότε αντιπολιτευτική εφημερίδα Verme, ο Πέταρ Λούκοβιτς, το καθεστώς Μιλόσεβιτς "χρησιμοποιεί τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης για την ενίσχυση της εξουσίας του και όχι για την ευημερία του σερβικού λαού"[1]. Λίγο αργότερα, το 1994, ο τότε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος δηλώνει ενθουσιασμένος για τα ελληνικά ΜΜΕ σε βιβλίο του, πως "είμαι υπερήφανος για το επίπεδο του Ελληνικού Τύπου. Είναι ασύγκριτα καλύτερο από οποιασδήποτε άλλης χώρας της Ευρώπης"[2]. Αυτό το υψηλό επίπεδο ενημέρωσης φάνηκε σε μια από τις πολλές καταγγελίες ξένων ανταποκριτών, της Ολλανδής δημοσιογράφου Ίνγκεμποργκ Μπόιγκελ στην εβδομαδιαία ολλανδική εφημερίδα Elsevier. Το 1994 συμμετείχε σε ελληνική αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στο σερβοβόσνιο πληθυσμό της Μπάνια Λούκα στη Βοσνία. Οι Έλληνες την εμπόδισαν να μιλήσει με μουσουλμάνους πρόσφυγες όταν φτάσανε στο παράρτημα του Ερυθρού Σταυρού. Τα λόγια της είναι εύγλωττα: "όταν προσπάθησα να μιλήσω με τα μέλη μιας μουσουλμανικής οικογένειας σε ένα κέντρο του Ερυθρού Σταυρού, ο Έλληνας συντονιστής μου άρπαξε το κασετόφωνο και με τράβηξε δια της βίας έξω από το δωμάτιο φωνάζοντας: δεν ξέρεις ότι δεν πρέπει να μιλάς μ' αυτούς!"[3]. Τα πρωτοσέλιδα των μεγαλύτερων ελληνικών εφημερίδων ήταν μονόπλευρα ως προς την παρουσίαση της γιουγκοσλαβικής κρίσης. Στην πραγματικότητα τα ελληνικά ΜΜΕ κατέγραφαν αποκλειστικά τη σερβική κρίση αγνοώντας και αποσιωπώντας επιδεικτικά ότι το καθεστώς του Μιλόσεβιτς λειτουργούσε με επεκτατικό τρόπο στο μεγαλύτερο σφαγείο της μεταπολεμικής εποχής.
Αναρωτιέται κανείς πως ήταν τόσο εύκολο η μάζα του ελληνικού τύπου να γίνεται το όργανο της σερβικής προπαγάνδας. Μια πτυχή του εθνικιστικού παροξυσμού των ΜΜΕ έχει να κάνει με κρυφές οικονομικές απολαβές των δημοσιογράφων. Όπως αποκαλύπτει πρόσφατα σε άρθρο του ο Ιός[4], το ΥΠΕΞ την περίοδο Σαμαρά χρημάτιζε τα ελληνικά ΜΜΕ από τα μυστικά κονδύλια του. Οι εξεταστικές επιτροπές που προέκυψαν μετά από την απομάκρυνση του Σαμαρά, κατέγραψαν άφθονες μαρτυρίες και ονόματα δημοσιογράφων, που έπαιρναν ζεστό χρήμα σε πεντοχίλιαρα μέσα από... μαύρες σακούλες, στη θέση των κουτιών πάμπερς του Κοσκωτά, αλλά η συνέχεια ήταν αποκαρδιωτική. Οι φάκελοι χαρακτηρίστηκαν απόρρητοι χωρίς ποτέ να διαψευστούν όλες όσες πληροφορίες δημοσιοποιηθεί τότε. Εξάλλου, το σφράγισμα των φακέλων συνέφερε πιθανότατα και την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ που είχε κληροδοτήσει και συνέχιζε το έργο της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Όμως η σημαντικότερη πτυχή της φιλοσερβικής προπαγάνδας έχει να κάνει με τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ειδικότερα όταν ο Αντώνης Σαμαράς πήρε αποστάσεις από την πρωθυπουργική γραμμή κι άρχισε να υλοποιεί τη δική του ολέθρια πολιτική.
Όμως η σημαντικότερη πτυχή της φιλοσερβικής προπαγάνδας έχει να κάνει με τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ειδικότερα όταν ο Αντώνης Σαμαράς πήρε αποστάσεις από την πρωθυπουργική γραμμή κι άρχισε να υλοποιεί τη δική του ολέθρια πολιτική.
[1] Η δήλωση παρατίθεται στο βιβλίο του Λεωνίδα Χατζηπροδρομίδη, Η δολοφονία της Γιουγκοσλαβίας, εκδ. Παρατηρητής και στην Ανίερη Συμμαχία - η Ελλάδα και η Σερβία του Μιλόσεβιτς του Τάκη Μίχα, εκδ. Ελάτη
[2] Θ. Πάγκαλος, Η Ευρώπη σε Σταυροδρόμι, εκδ. Νέα Σύνορα 1994
[3] Η μαρτυρία καταγράφεται από τον Τάκη Μίχα στην Ανίερη Συμμαχία, σελ 67-68
[4] Οι μαύρες σακούλες του 1992, Ιός 13.12.2009Πρέπει να κατανοήσουμε για αρχή, πως η άμεση αναγνώριση της φερώνυμης Δημοκρατίας της Μακεδονίας, όπως συνέβη για την Κροατία και τη Σλοβενία, είχε σαν πρωταρχικό στόχο να δοθεί προειδοποίηση προς τη Σερβία του Μιλόσεβιτς πως δεν θα ήταν ανεκτή οποιαδήποτε στρατιωτική εμπλοκή. Όταν οι Έλληνες φανταζόντουσαν συνωμοσίες και παραμυθίες σε βάρος της Ελλάδας, στην πραγματικότητα το ελεγχόμενο από τον Μιλόσεβιτς Γ' Σώμα Στρατιάς στρατοπέδευε στο έδαφος των Σκοπίων και είχε αφοπλίσει οποιοδήποτε στρατιωτικό σώμα των ντόπιων καθώς απαγόρευσε και τη λειτουργία τους - εκτός από την λιγοστή εθνοφρουρά. Με άλλα λόγια, η χώρα του Γλιγκόροφ τελούσε υπό σερβική στρατιωτική κατοχή τουλάχιστον μέχρι την άνοιξη του 1992, οπότε το Γ' Σώμα μετακινήθηκε στο Κοσσυφοπέδιο για να προλάβει την επαπειλούμενη απόσχιση από τη Σερβία. Αργότερα τον ίδιο χρόνο, η π.γ. Δημοκρατίας της Μακεδονίας ανακήρυξε την ανεξαρτησία της.
Από την άλλη, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν ήταν βέβαιος πως δεν θα αναγνωριζόταν η γείτονα χώρα με το συνταγματικό όνομα της Μακεδονίας αλλά εξέφρασε την εκτίμησή του ότι δεν πρόκειται να υπάρξει μονομερής αναγνώριση των Σκοπίων από χώρες μέλη της ΕΟΚ. «Δεν βλέπω τέτοια προοπτική. Δεν βλέπω τέτοια περίπτωση. Η Ευρώπη είναι ενωμένη»[5]. Οι ανησυχίες της διεθνούς κοινότητας ήταν ήδη εκδηλωμένες από τις αρχές του 1991, όταν ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς επισκεπτόταν τακτικά την Αθήνα για συναντήσεις με τον Κ. Μητσοτάκη και τον Α. Σαμαρά. Αυτές οι επισκέψεις ανταποδώθηκαν από την ελληνική πλευρά και στο Βελιγράδι. Από τις πληροφορίες που βγήκαν αργότερα στο φως, ο σκοπός αυτών τον επισκέψεων ήταν η "αντιμετώπιση" του μακεδονικού προβλήματος, δηλαδή ουσιαστικά συζητούσαν για το μέλλον της "Δημοκρατίας της Μακεδονίας", ερήμην του Γλιγκόροφ και των εκπροσώπων του.
Τα γεγονότα για τα παρασκήνια των επαφών μεταξύ ελληνικής και σερβικής πλευράς, για τον έλεγχο της σλαβικής Μακεδονίας, μας τις δίνει απλόχερα ο τότε ανώτερος διπλωματικός σύμβουλος του Α. Σαμαρά και νυν εκδότης του περιοδικού Άμυνα και Διπλωματία Αλέξανδρος Τάρκας. Το 1995 εξέδωσε τον πρώτο τόμο του βιβλίου Αθήνα - Σκόπια: πίσω από τις κλειστές πόρτες[6] όπου μέσα από απόρρητα έγγραφα και τις προσωπικές μαρτυρίες του καταγράφει το διπλωματικό παρασκήνιο των ελληνοσερβικών σχέσεων. Η σημασία και η αξιοπιστία του βιβλίου αυτού είναι ακόμα μεγαλύτερη επειδή το προλογίζει ο ίδιος ο Α. Σαμαράς, επιβεβαιώνοντας τα όσα αναφέρονται σε αυτό.
Έτσι, ένα από τα λιγότερο γνωστά επεισόδια από την περίοδο της υπουργίας Σαμαρά, αλλά αυτό που καθόρισε την ελληνική εξωτερική πολιτική των επόμενων ετών από τα δύο μεγάλα κόμματα, είναι η αποκάλυψη του Μιλόσεβιτς στον Έλληνα υπουργό, κατά την επίσκεψή του στο Βελιγράδι στις 8.10.1991, για τα στρατηγικά του σχέδια στην αναδιαμόρφωση των συνόρων των Σκοπίων (έτσι τους καλόπιανε τότε τους Έλληνες πολιτικούς, πριν αναγνωρίσει το 1995 τα "Σκόπια" με το συνταγματικό τους όνομα βάζοντας ακόμα ένα λιθάρι στο διεθνή διασυρμό της ελληνικής πολιτικής) ώστε τα σερβικά σύνορα να εφάπτονται με τα ελληνικά. Αντιγράφω από το βιβλίο του Αλ. Τάρκα:
Μετά τις συνομιλίες και το γεύμα των δύο αντιπροσωπιών ο Σέρβος ηγέτης λέει στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών "μπορείς να έρθεις στον επάνω όροφο στο γραφείο μου;" Ο Σαμαράς ακολουθεί τον Μιλόσεβιτς, ο οποίος με γοργό βήμα ανεβαίνει στα μαρμάρινα σκαλοπάτια, μπαίνει στο γραφείο του, βγάζει ένα ντοσιέ, ρίχνει μια ματιά σε ορισμένους κωδικούς αριθμούς και παρακαλεί και πάλι τον Έλληνα υπουργό να τον ακολουθήσει σε μια άλλη πιο μικρή και σκοτεινή αίθουσα. Στο κέντρο της, πάνω σ' ένα μεγάλο τραπέζι, είναι απλωμένος ένας χάρτης των Βαλκανίων. "Κοίτα εδώ", λέει ο Μιλόσεβιτς στον Σαμαρά, "στο κέντρο της Δημοκρατίας των Σκοπίων και, κυρίως, στο Τέτοβο και τις γύρω περιοχές ζουν περίπου 150 χιλιάδες Σέρβοι και όχι 40 χιλιάδες, όπως λένε οι απογραφές". Ο Έλληνας υπουργός καταλαβαίνει αμέσως την ουσία της συζήτησης και ρωτά μόνο "εννοείτε πως αυτοί θα αντιμετωπίσουν κάποια στιγμή πρόβλημα και θα μετακινηθούν σε άλλες περιοχές;" Ο Σέρβος πρόεδρος αποκαλύπτει αμέσως τι εννοεί: "θα μετακινηθούν. Και αυτοί, όπως και χιλιάδες άλλοι πρόσφυγες που θα κατεβούν από βορειότερες περιοχές, μπορούν να κατέβουν νοτιότερα στα Σκόπια προς τα δικά σας σύνορα, οπότε Σερβία και Ελλάδα θα εφάπτονται!" Πρόκειται για την πρόταση που προέβλεπε, λοιπόν, μια εύκολη[sic], αλλά σημαντική μετακίνηση πληθυσμών που θα έλυνε αυτόματα[sic] το θέμα του σκοπιανού αλυτρωτισμού. [...] Ο Έλληνας πρόεδρος δεν απαντά στο Σέρβο πρόεδρο επί της ουσίας. Αρκείται να πεί ότι "είναι πολύ σοβαρά όσα μου λέτε. Θα τα μεταφέρω, αμέσως, στον κ. Μητσοτάκη". [...] Ο ίδιος ο Μητσοτάκης θα ακούσει προσεκτικά την εξιστόρηση της πρότασης Μιλόσεβιτς από τον Σαμαρά και θα πει μόνο τη φράση "θα το σκεφθώ", χωρίς να δώσει άλλη συνέχεια στο θέμα, τουλάχιστον, σε σχέση με τους σχεδιασμούς του υπουργείου Εξωτερικών.[7]
Είναι εντυπωσιακή η κυνική εμπιστοσύνη του Μιλόσεβιτς προς τους Έλληνες πολιτικούς, ώστε να τους αποκαλύπτει ανοιχτά τα επεκτατικά σχέδια του. Διαπιστώνουμε από την παραπάνω μαρτυρία πως το αμοιβαίο κλίμα επαφών αλλά και συνεργασίας σε διπλωματικό επίπεδο πρέπει να ήταν καλλιεργημένο σε μεγάλο χρονικό βάθος, αλλιώς δεν εξηγείται η ευκολία με την οποία χαράζονται σχέδια για το διαμοιρασμό των Βαλκανίων, με στενό συνομιλητή Έλληνα εκπρόσωπο. Φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση παράδοξο αυτό το γεγονός, αλλά όπως έχει παραδεχτεί ο Ευάγγελος Κωφός, ο γνωστός εμπειρογνώμονας και προπαγανδιστής του ΥΠΕΞ για τρεις δεκαετίες και βαθύς γνώστης των βαλκανικών ζητημάτων, «για τη διπλωματική μας Υπηρεσία, το θεωρούμενο από πολλούς ως "ανύπαρκτο θέμα" ήταν ένα πολύ υπαρκτό και ακανθώδες πρόβλημα. Υπήρξαν περίοδοι κατά τις οποίες το 50% των εισερχομένων ημερησίως εγγράφων στο αρμόδιο Βαλκανικό Τμήμα του Υπουργείου αναφέρονταν άμεσα ή έμμεσα στο Μακεδονικό»[8].
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν υπήρξε από την ελληνική πλευρά η ανάλογη προθυμία για παρέμβαση οποιασδήποτε μορφής στο γειτονικό κράτος των Σκοπίων. Αν σε υψηλότερο πολιτικό επίπεδο αποφεύγανε να μιλήσουν ανοιχτά, εν τούτοις η ιαχή "κοινά σύνορα με τη Σερβία" χαρακτήριζε το συλλογικό κλίμα της εποχής και η επιθυμία για ελληνική στρατιωτική επέμβαση υιοθετούνταν από σημαντικό μέρος των ΜΜΕ. Ο κοινοβουλευτικός συντάκτης της Καθημερινής Οδυσσέας Ζούλας έγραφε χαρακτηριστικά: «και όταν λέμε εξαφάνιση, δεν εννοούμε την αλλαγή του τίτλου αλλά την εδαφική εξαφάνιση της όποιας "Δημοκρατίας των Σκοπίων".[9] Ο πρέσβης επί τιμή Μιχάλης Δούντας δεν ήταν λιγότερο καυστικός: «όσον αφορά τα Σκόπια, πρέπει να τα σχεδιάσουμε από κοινού με τη Σερβία»[10]. Ούτε και ο Μίκης Θεοδωράκης δεν ήταν λιγότερο απειλητικός: «σε καμιά περίπτωση δεν θα έπρεπε να δεχθούμε την ύπαρξη "μακεδονικής εθνότητας" ούτε και το όνομα "Μακεδονία", ακόμα κι οι άλλοι την αναγνωρίσουν, οπότε εμείς θα μείνουμε μόνοι σε εμπόλεμη θέση»[11]. Ο Αντώνης Σαμαράς προχώρησε ακόμα περισσότερο, υιοθετώντας μια ανοιχτή αμφισβήτηση απέναντι στην ύπαρξη του γειτονικού κράτους. Όταν ο Κίρο Γλιγκόροφ επισκέφτηκε την Άγκυρα τον Σεπτέμβριο του 1991, ο υπουργός Εξωτερικών επέκρινε την τουρκική κυβέρνηση επειδή «δεξιώθηκε το φάντασμα ενός ανύπαρκτου μακεδονικού έθνους»[12], σε ήπια αντίθεση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που το χαρακτήριζε με διπλωματικό λόγο ως «μη βιώσιμο» μαζί με τη Βοσνία[13]. Άρα εδώ δεν τίθεται ακριβώς θέμα ονομασίας αλλά θέμα ύπαρξης ενός κράτους. Για την ακρίβεια, της ανυπαρξίας του.
[5] Ελευθεροτυπία 11.1.1992
[6] Αλέξανδρος Τάρκας, Αθήνα - Σκόπια: πίσω από τις κλειστές πόρτες, εκδ. Λαβύρινθος. 1995 ο α' τόμος, 1997 ο β' τόμος[7] Αλ. Τάρκας, Αθήνα - Σκόπια, α' τόμος σελ 35-36. Περιλαμβάνεται επίσης και στην Ανίερη Συμμαχία του Τάκη Μίχα με ευρεία κριτική περισσότερων αποσπασμάτων στο κεφάλαιο 2
[8] Οι δέκα μύθοι του «Σκοπιανού», Ιός 23.10.2005
Ας κάνουμε πρώτα μερικές παρατηρήσεις για το σχέδιο του Μιλόσεβιτς, γιατί η συνέχεια είναι εξίσου αποκαλυπτική. Είναι εμφανές πως το σχέδιο δημιουργίας συμπαγούς σερβικής μειονότητας στο έδαφος της σλαβικής Μακεδονίας είναι κλασική τακτική αλλοίωσης πληθυσμού, με απώτερο στόχο το προσεταιρισμό εδαφών και την παγίωση της εθνικής κυριαρχίας σε βάρος των υπολοίπων μειονοτήτων. Βέβαια, τα παραπάνω είναι τα κομψά περιφραστικά σχήματα που χρησιμοποιούμε επίσημα για να περιγράψουμε τις απορροφήσεις, τις εκδιώξεις και τις εξοντώσεις πληθυσμών με βίαια μέσα, είτε μέσω της εθνοκάθαρσης είτε μέσω της γενοκτονίας. Η εφαρμογή αυτού του σχεδίου δεν θα ήταν δυνατόν να εκτελεστεί μονόπλευρα αλλά και χωρίς τις προβλεπόμενες αντιδράσεις, τόσο από την αλβανική όσο και από τη βουλγαρική πλευρά. Οπότε χρειάζεται τη συνδρομή τρίτου μέρους, που θα λειτουργούσε το λιγότερο ως ανάχωμα και αντίβαρο στις πλευρικές πιέσεις και το περισσότερο ως συμμαχικός παράγοντας. Αυτή ήταν η σκέψη του Μιλόσεβιτς για την Ελλάδα.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν υπήρξε από την ελληνική πλευρά η ανάλογη προθυμία για παρέμβαση οποιασδήποτε μορφής στο γειτονικό κράτος των Σκοπίων. Αν σε υψηλότερο πολιτικό επίπεδο αποφεύγανε να μιλήσουν ανοιχτά, εν τούτοις η ιαχή "κοινά σύνορα με τη Σερβία" χαρακτήριζε το συλλογικό κλίμα της εποχής και η επιθυμία για ελληνική στρατιωτική επέμβαση υιοθετούνταν από σημαντικό μέρος των ΜΜΕ. Ο κοινοβουλευτικός συντάκτης της Καθημερινής Οδυσσέας Ζούλας έγραφε χαρακτηριστικά: «και όταν λέμε εξαφάνιση, δεν εννοούμε την αλλαγή του τίτλου αλλά την εδαφική εξαφάνιση της όποιας "Δημοκρατίας των Σκοπίων".[9] Ο πρέσβης επί τιμή Μιχάλης Δούντας δεν ήταν λιγότερο καυστικός: «όσον αφορά τα Σκόπια, πρέπει να τα σχεδιάσουμε από κοινού με τη Σερβία»[10]. Ούτε και ο Μίκης Θεοδωράκης δεν ήταν λιγότερο απειλητικός: «σε καμιά περίπτωση δεν θα έπρεπε να δεχθούμε την ύπαρξη "μακεδονικής εθνότητας" ούτε και το όνομα "Μακεδονία", ακόμα κι οι άλλοι την αναγνωρίσουν, οπότε εμείς θα μείνουμε μόνοι σε εμπόλεμη θέση»[11]. Ο Αντώνης Σαμαράς προχώρησε ακόμα περισσότερο, υιοθετώντας μια ανοιχτή αμφισβήτηση απέναντι στην ύπαρξη του γειτονικού κράτους. Όταν ο Κίρο Γλιγκόροφ επισκέφτηκε την Άγκυρα τον Σεπτέμβριο του 1991, ο υπουργός Εξωτερικών επέκρινε την τουρκική κυβέρνηση επειδή «δεξιώθηκε το φάντασμα ενός ανύπαρκτου μακεδονικού έθνους»[12], σε ήπια αντίθεση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που το χαρακτήριζε με διπλωματικό λόγο ως «μη βιώσιμο» μαζί με τη Βοσνία[13]. Άρα εδώ δεν τίθεται ακριβώς θέμα ονομασίας αλλά θέμα ύπαρξης ενός κράτους. Για την ακρίβεια, της ανυπαρξίας του.
Για να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα, η Αθήνα κατάρτιζε τόσο πολιτικά όσο και σοβαρά στρατιωτικά σχέδια για την αντιμετώπιση της κρίσης και ειδικά σε περίπτωση εκτεταμένων συρράξεων στη γείτονα χώρα. Κάποια από αυτά τα σχέδια προχωρούσαν παραπέρα από τη λογική στάση των ίσων αποστάσεων και των ειρηνευτικών διαβουλεύσεων και οι ενδείξεις είναι πάρα πολλές. Ο Νίκος Μαράκης στο Βήμα[14] καταγράφει, μεταξύ άλλων, το "ισραηλινό σενάριο", σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα θα ασκούσε μονομερή στρατιωτική επέμβαση στις «διαβάσεις του Αξιού», δηλαδή μέσα στην κοιλάδα του Βαρδάρη, με «περιορισμένη στρατιωτική δύναμη», που θα είχε σαν στόχο τη διασφάλιση των ελληνικών συνόρων. Το κερασάκι είναι πως η Ελλάδα θα είχε «δε τη βούλησή της να μεταβιβάσει τον έλεγχο των εδαφών αυτών σε απόσπασμα είτε του ΝΑΤΟ είτε των Ηνωμένων Πολιτειών». Δεν υπάρχει καμία απολύτως λογική σε αυτό το σενάριο όπως παρουσιάζεται. Ας θυμηθούμε πως το γιουγκοσλαβικό Γ' Σώμα Στρατιάς, που σύντομα θα αναχωρούσε για το Κόσοβο, είχε αφοπλίσει τα ντόπια στρατιωτικά σώματα, οπότε με τι τρόπο το κράτος των Σκοπίων συνιστούσε απειλή, εκτός κι αν ίσως είχε παραστρατιωτικές ομάδες; Εκείνη την εποχή το Κόσοβο άρχιζε να αναφλέγεται με την εμπλοκή του UCK από την Αλβανία, συνεπώς θα ήταν μάλλον επιπόλαιο να σκεφτούμε πως η τελευταία θα ανακατευόταν στρατιωτικά στην κοιλάδα του Βαρδάρη. Κι επιπλέον, στην ίδια σελίδα και σε άλλο ρεπορτάζ[15] διαβάζουμε πως «συνάντηση με τον αλβανό υπουργό Δημόσιας Τάξης είχε ο Θ. Αναγνωστόπουλος για το θέμα των αλβανών προσφύγων, αλλά ο αλβανός υπουργός ζήτησε από τον κ. Αναγνωστόπουλο να του χορηγήσει "αν του περισσεύει, κανένα ασύρματο ή αυτοκίνητο"»! Οπλισμένοι σαν αστακοί οι δύο γείτονές μας στα σύνορα με την Ελλάδα...
[9] Παρατίθεται από την Ελευθεροτυπία 11.1.1992. Ο Οδ. Ζούλας πέθανε τον ίδιο χρόνο και στη μνήμη του έχει θεσπιστεί από τη Βουλή βραβείο κοινοβουλευτικού συντάκτη
[10] ως άνω
[11] ως άνω[12] Αλ. Τάρκας, Αθήνα - Σκόπια, σελ 11[13] Η δήλωση αυτή περιέχεται σε τρισέλιδο υπόμνημά του προς το ΥΠΕΞ το Φεβρουάριο του 1992
[14] Βήμα της Κυριακής, 31.5.1992
[15] ως άνω, ρεπορτάζ του Νίκου Χασαπόπουλου
Και καταλήγει το ρεπορτάζ του Ν. Μαράκη για το "ισραηλινό σενάριο":
Η αιτιολογία που προβάλλεται είναι πως έτσι μόνον η Ελλάδα μπορεί να κατοχυρώσει εγκαίρως την ασφάλεια των συνόρων της. Αντιθέτως, αν περιμένει τη δράση πολυεθνικών οργανισμών, θα έχουν δημιουργηθεί «τετελεσμένα» από τις ενέργειες άλλων χωρών, των οποίων η ανατροπή θα είναι εξαιρετικά δυσχερής. Το ρεύμα των «ισραηλινού τύπου» απόψεων έχει και ένα παρακλάδι, το οποίο προσθέτει στα προηγούμενα κινήσεις ικανές να δημιουργήσουν «τετελεσμένα», εκ μέρους της Ελλάδας, σε μια ευρύτερη ζώνη που περιλαμβάνει και τη Βόρειο Ήπειρο. Όταν λοιπόν τεθούν σε κίνηση οι διπλωματικές διαδικασίες - εκτιμούν όσοι υποστηρίζουν αυτά τα σενάρια - θα υπάρχουν «κεκτημένα».
Το ρεπορτάζ είναι αποκαλυπτικό, δείχνει πως η ελληνική κυβέρνηση και ο στρατός δεν είχαν τους ενδοιασμούς για να κάνουν - έστω - "ασκήσεις επί χάρτου", κι αν παραμείνουμε στον τελευταίο χαρακτηρισμό ως μια ανώδυνη έννοια για "να παίξουν μερικοί τα στρατιωτάκια", πριν την έλευση του θρυλικού παιχνιδιού στρατηγικής για υπολογιστή, το Civilization, ας ανασύρουμε ένα ακόμα ρεπορτάζ της ίδιας εφημερίδας, δημοσιευμένο λίγους μήνες νωρίτερα. Ο Νίκος Χασαπόπουλος γράφει πιο ωμά, με αφορμή τη σύσταση του νέου αμυντικού δόγματος για την Ελλάδα εκείνη την ταραχώδη περίοδο:
Η Ελλάδα, όπως αναφέρουν οι επιτελείς του ΓΕΕΘΑ, θα πρέπει (και ήδη το πράττει), χωρίς να χαλαρώσει την άμυνά της προς Ανατολάς, να οριοθετήσει και γραμμές αμύνης (γιατί όχι επιθέσεως) προς Βορράν, προς υπεράσπιση εθνικών ζωτικών συμφερόντων. [...] Ίσως να πέρασε πάλι απαρατήρητο το γεγονός ότι τελευταίως έχουν διεξαχθεί με απόλυτη επιτυχία ασκήσεις μερικής επιστρατεύσεως στην Ήπειρο (όπου οι επιστρατευμένοι πήραν μέρος στον «Παρμενίωνα») και εδόθη ιδιαίτερη προσοχή στη γραμμή αμύνης, η οποία φράσσει την διάβαση Αξιού. Εν τούτοις, σε συσκέψεις που έγιναν πρόσφατα με τη συμμετοχή υπουργών και στρατιωτικών παραγόντων, το όνομα της περιοχής Στρούμνιτσα, που βρίσκεται σε βάθος 30 χλμ στο γιουγκοσλαβικό έδαφος, αναφέρθη επανειλημμένως[16].
Ένα χρόνο αργότερα, η εφημερίδα Έθνος[17] δημοσιεύει ένα εντυπωσιακό ντοκουμέντο που διασταυρώνει τους παραπάνω ισχυρισμούς. Με αφορμή μια συνέντευξη στην Απογευματινή του τότε υπουργού Εθνικής Άμυνας Ι. Βαρβιτσιώτη, δήλωσε πως πράγματι υπάρχουν πολεμικά σχέδια από το ΓΕΕΘΑ, ο στρατιωτικός συντάκτης Δήμος Βερύκιος προχώρησε στη δημοσιοποίηση αυτών των σχεδίων, λέγοντας πως η εφημερίδα Έθνος, εδώ και καιρό, έχει στη διάθεσή της τους βασικούς άξονες αυτών των σχεδίων και πως μετά τη δημόσια παραδοχή του υπουργού, αποκαλύπτει το σχέδιο των "Σιδηρών Πυλών" επισυνάπτοντας ένα στρατιωτικό χάρτη:
Βλέπουμε πόσο εύγλωττος ήταν ο σχεδιασμός της ελληνικής στρατιωτικής πολιτικής αφού ενώ με σαφήνεια ορίζονται τα σύνορα με τη Βουλγαρία, η Μακεδονία του Πιρίν, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία πως οι επιτελείς δεν είχαν βλέψεις προς τα κει, εν τούτοις τα αλβανικά σύνορα είναι θολά. Η παχιά μαύρη γραμμή ορίζει την αναχάραξη των βορειοδυτικών συνόρων ώστε η Ελλάδα να αποκτήσει τα "φυσικά της όρια", σύμφωνα με το δημοσίευμα του Δ. Βερύκιου. Αν καλοεξετάσει κανείς τον χάρτη θα διαπιστώσει πως αυτά τα φυσικά όρια δεν είναι τόσο γεωγραφικά όσο και γεωπολιτικά. Περιλαμβάνονται οι κυριότερες πόλεις Μοναστήρι (Μπίτολα), Πρίλεπ, Γευγελή και Στρώμνιστα (Στρούμιτσα) στις οποίες κατά την οθωμανική περίοδο είχε αναπτυχθεί έντονο ελληνικό στοιχείο αλλά και με σημαντική παρουσία μακεδονικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων. Ουσιαστικά είναι το ένα τρίτο του διαφιλονικούμενου εδάφους των Σκοπίων. Αν και δεν απεικονίζεται στον χάρτη, η ενσωμάτωση της λίμνης των Πρεσπών είναι νοητή καθώς δεν γνωρίζουμε και τα αντίστοιχα σχέδια για την κατάληψη της Βόρειας Ηπείρου. Έτσι μένει το ερώτημα, αν συμπεριλαμβάνεται και η Οχρίδα που είναι το λίκνο του σλαβομακεδονικού εθνικισμού.
Είναι χαρακτηριστικό πως στο ίδιο φύλλο του Έθνους υπάρχει και ένα ολοσέλιδο άρθρο του Κώστα Σημίτη, με τίτλο "η στρατηγική για να επιβληθούμε στα Βαλκάνια", όπου δίνει βάρος στις ειρηνικές διευθετήσεις των βαλκανικών ζητημάτων χωρίς όμως να αποφεύγει τις υπερβολικές κινδυνολογίες της εποχής. Αλλά η ρεαλιστική στάση του Σημίτη ήταν αντίθετη όσο και πολύ πιο ψύχραιμη απ' όσο διαφαινόταν στην κυβερνητική πολιτική: «Σενάρια τα οποία προβλέπουν στρατιωτικές πιέσεις και διαμελισμό κρατών με δική μας ενέργεια αντιβαίνουν στην επιβεβλημένη εθνική μας στρατηγική, που επιβάλλει συμπεριφορές αμυντικές και αποτρεπτικές τουρκικών πρωτοβουλιών»[18].
[16] Βήμα 15.12.1991[17] Έθνος 7.12.1992
[18] ως άνω
Ενώ ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης προέδρευε στην κυβέρνηση έχοντας να αντιμετωπίσει πολλαπλά εσωτερικά μέτωπα, κυρίως στην οικονομία, τα σκάνδαλα και τις εσωκομματικές ισορροπίες της ΝΔ, ο Αντώνης Σαμαράς αναλάμβανε όλο και περισσότερες πρωτοβουλίες που υποκαθιστούσαν την επίσημη κυβερνητική γραμμή απέναντι στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Με τη συνεργασία και τις υποδείξεις του καθεστώτος Μιλόσεβιτς, το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1992 ο Σαμαράς άρχισε να εφαρμόζει ένα σχέδιο αποσταθεροποίησης της πρώην γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, που έγινε γνωστό στην ιστορία ως "λαβίδα Σαμαρά". Το σχέδιο βασιζόταν σε δύο σκέλη, το πρώτο σκέλος προέβλεπε την επιβολή ενός άτυπου εμπάργκο στα Σκόπια από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης με στόχο την εξάρθρωση της σκοπιανής οικονομίας. Το δεύτερο προέβλεπε την επέμβαση της Γ' Στρατιάς, που τότε δεν είχε αναχωρήσει επειγόντως ακόμα για το Κόσοβο, στις περιπτώσεις κοινωνικών αναταραχών που θα προέρχονταν από την επιβολή του εμπάργκο. Συγκεκριμένα, η βάση της οικονομικής αποστράγγισης ήταν το μπλοκάρισμα των πετρελαιοειδών από τη Θεσσαλονίκη προς στα Σκόπια τόσο στο οδικό όσο και στο σιδηροδρομικό δίκτυο. Η σημασία αυτού του επαίσχυντου αποκλεισμού αντικατοπτρίζεται στο κόστος μεταφοράς αγαθών, όπως το παρουσιάζει ο Αλ. Τάρκας στο βιβλίο του[19]. Τα Σκόπια χρειάζονταν ετησίως 1.200.000 τόνους αργού πετρελαίου και άλλους 450.000 τόνους καυσίμου πετρελαίου. Το ελληνικό τιμολόγιο είναι το φτηνότερο συγκριτικά παρά αν η παραγγελία πετρελαίου γινόταν από άλλες χώρες. Τότε το κόστος απόκτησης και μεταφοράς αργού πετρελαίου ήταν 200 δολάρια ο τόνος από την Ελλάδα, από τη Βουλγαρία 265 δολάρια και από την Τουρκία 295 δολάρια. Επιπλέον, ο ελληνικός δρόμος ήταν ο πιο ανεπτυγμένος και ασφαλής ενώ μέσω Βουλγαρίας το συγκοινωνιακό δίκτυο ήταν απαρχαιωμένο όσο και επικίνδυνο. Επίσης, η απόσταση από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης στα Γευγελή (τελωνείο των Ευζώνων) είναι 84 χιλιόμετρα ενώ η απόσταση από τα Σκόπια μέχρι το Μπουργκάς, με τα σημερινά δεδομένα, είναι 625 χιλιόμετρα[20].
Οι συνέπειες της "λαβίδας Σαμαρά" δεν αργούν να φανούν, όπως γράφει ο Αλ. Τάρκας:
Η βιομηχανία βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο. Η μείωση ή η διακοπή παραγωγής περίπου 50 επιχειρήσεων προκαλεί πρόσκαιρη[sic] ανεργία 30 χιλιάδων ατόμων, περικοπή των ημερησίων αποζημιώσεών τους, πτώση του βιοτικού επιπέδου και, ασφαλώς, κοινωνική δυσαρέσκεια. Τα ορυχεία χαλκού, μολύβδου και ψευδαργύρου, που με την παραγωγή τους εξασφαλίζουν το 25% των σκοπιανών εξαγωγών και [σ.σ. την εισαγωγή] του πολύτιμου συναλλάγματος, διακόπτουν ολοκληρωτικά τη λειτουργία τους. Η γεωργική παραγωγή μειώνεται και η τοπική υφαντουργία (με εξαγωγές στην Αγγλία, Γερμανία, Ολλανδία και Ελβετία) αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες. Σε αυτές τις επιπτώσεις προστίθεται και η μείωση της τροφοδοσίας ηλεκτρικού ρεύματος από τη Σερβία κατά 20%, ενώ ήταν γνωστό πως ο Μιλόσεβιτς μπορούσε, ανά πάσα στιγμή, να κατεβάσει ολοκληρωτικά τους διακόπτες και να νεκρώσει τα πάντα στα Σκόπια που εξαρτώνται ενεργειακά σε ποσοστό 70% από τους σερβικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής[21].
Το εμπάργκο αυτό ουδέποτε ανακοινώθηκε από το ΥΠΕΞ παρά τις σχετικά χαλαρές αναφορές στον ελληνικό τύπο. Αυτό το γεγονός οφείλεται στο ότι ασκήθηκε μονομερώς χωρίς να ενημερωθεί επίσημα η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Όμως ο Α. Σαμαράς λογάριαζε χωρίς τις ελληνικές εταιρίες πετρελαιοειδών που δυσανασχετούσαν για τον οικονομικό αποκλεισμό. Σε επιστολή του τότε νομάρχη Θεσσαλονίκης και μετέπειτα βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Ευγένιου Χαϊτίδη, ο τελευταίος παραπονιόταν στον Α. Σαμαρά πως οι ελληνικές εταιρίες, όπως τα Διυλιστήρια Ασπροπύργου, η JETOIL και ο Μαμιδάκις, έβρισκαν τρόπους να παρακάμπτουν το εμπάργκο. Ο υπουργός τον "διέταξε", δίνοντάς του την εξουσιοδότηση, να προχωρήσει σε περισσότερες ενέργειες ώστε να ισχύσει απρόσκοπτα ο αποκλεισμός. Στην απαντητική επιστολή, γράφει προς τον νομάρχη:
Σας δίνω, λοιπόν, και γραπτώς την ξεκάθαρη οδηγία να προχωρήσετε με κάθε τρόπο μέσω των Νομαρχιακών σας Υπηρεσιών σε ενέργειες για την αύξηση της οικονομικής πίεσης πάνω στα Σκόπια. Εν όψει των πρωτοβουλιών, που έχει αναλάβει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το Υπουργείο κρίνει ότι δεν θα ήταν, προς το παρόν, ενδεδειγμένο το επίσημο κλείσιμο των συνόρων. Αλλά θα πρέπει με κάθε τρόπο τα Σκόπια να λάβουν το σαφές μήνυμα ότι η Ελλάδα θεωρεί ως μόνη λύση του προβλήματος την ακριβή τήρηση και των τριών όρων της ΕΟΚ[22] από τη Δημοκρατία αυτή[23].
Το ύφος της επιστολής σκιαγραφεί τις σκοπιμότητες και τις κινήσεις του υπουργού Εξωτερικών. Εξουσιοδοτεί τον νομάρχη να ασκήσει περισσότερη πίεση κινούμενος έξω από τα όρια της νομιμότητας, δηλαδή το εμπάργκο να αποσιωπηθεί από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αλλά παράλληλα δεν του αποκαλύπτει το βαθύτερο σκοπό της κίνησης, το σχέδιο του Μιλόσεβιτς, αφού ο νομάρχης ήταν κατώτερος πολιτικός υπάλληλος για να έχει γνώση[24]. Σύντομα όμως ο Αντώνης Σαμαράς, χάρη στα παράτολμα εγχειρήματά του, θα γνωρίσει την πιο παταγώδη ήττα της καριέρας του.
[19] Αλ. Τάρκας, σελ 136-137
[20] ο υπολογισμός των σημερινών αποστάσεων έγινε με βάση την ιστοσελίδα http://www.viamichelin.com. Ο Αλ. Τάρκας δίνει χονδρικές αποστάσεις, 100 και 700 χλμ αντίστοιχα, κάτι που πιθανόν οφείλεται στο παλαιότερο οδικό δίκτυο της εποχής
[21] Αλ. Τάρκας, σελ 138[22] Αναφέρονται στο αδιαπραγμάτευτο των συνόρων, του συντάγματος και της ονομασίας[23] Αλ. Τάρκας, σελ 140-143
[24] Να σημειώσουμε πως ο Αλ. Τάρκας φάσκει και αντιφάσκει στο ίδιο βιβλίο. Στο κεφάλαιο με τίτλο Το Ψευδο-εμπάργκο (σελ. 327), αναφορικά με τη συνέχισή του μετά την αποπομπή Σαμαρά για λόγους που θα δούμε παρακάτω, καταλογίζει την οικονομική αποτυχία της εφαρμογής του στον Κ. Μητσοτάκη, όταν πλέον είχε μαθευτεί στη διεθνή κοινότητα η "λαβίδα Σαμαρά". Αλλά νωρίτερα, στις σελίδες που έδωσα πιο πάνω παραπομπή, επαίρεται για το αντίθετο και εκτός των άλλων ξεσηκώθηκαν αγρότες και εργαζόμενοι των Σκοπίων με πορείες. Υπάρχει μια εξήγηση για αυτή την αντίφαση κι έχει να κάνει καθαρά με το έντονο φιλοσαμαρικό προφίλ του βιβλίου αλλά η κουβέντα θα επεκταθεί υπερβολικά σε αυτό το σημείο αν ασχοληθούμε περισσότερο.
Η αντίστροφη μέτρηση για τον υπουργό Εξωτερικών έχει αρχίσει από τον Ιανουάριο του 1992, όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε συναντήσεις με τους ομολόγους του στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα για το γιουγκοσλαβικό ζήτημα. Στη συνάντηση της Βόννης, ο Γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Κολ του επέστησε ότι ήθελε να αναγνωρίσει άμεσα την Κροατία και τη Σλοβενία αλλά τον βολιδοσκοπούσε, καθώς τους συνδέει φιλία, για τις διαθέσεις του κυρίως απέναντι στη σλαβική Μακεδονία και τις σχέσεις του απέναντι στο καθεστώς του Μιλόσεβιτς. Ο Κ. Μητσοτάκης δεν αργεί να σκάσει το μυστικό της συνάντησης μεταξύ Σαμαρά και Μιλόσεβιτς, πράγμα που θα επαναληφθεί λίγο αργότερα στη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τζούλιο Αντρεότι στη Ρώμη[25]. Να σημειώσουμε εδώ πως ο υπουργός Εξωτερικών Χανς Κρίστιαν Γκένσερ είχε άμεσο συμφέρον να αναγνωριστεί η Κροατία επειδή είχε πολλούς ψηφοφόρους Κροάτες, διότι οι δωσίλογοι Κροάτες Ουστάσι μετά τον πόλεμο, κατέφυγαν στην Γερμανία[26]. Το Μάιο του 1992 ο Κίρο Γκλιγκόροφ προβαίνει σε μια ασυνήθιστη δήλωση σε έναν Αμερικανό επιτετραμμένο, ισχυρίζεται ότι «ο Μητσοτάκης με είχε πληροφορήσει στις Βρυξέλλες πως η Ελλάδα είχε αρνηθεί της προτάσεις του Μιλόσεβιτς για διαίρεση της Μακεδονίας». Επειδή τέτοια συνάντηση δεν είχε γίνει ποτέ, η υπόθεση είναι πως ο Γκλιγκόροφ αναφερόταν σε συνομιλία με εκπρόσωπο του Έλληνα ομολόγου του[27].
Με την επιβολή της "λαβίδας Σαμαρά" και την έντονη καχυποψία της διεθνούς κοινότητας απέναντι στο ελληνικό ΥΠΕΞ, που έκανε ό,τι ήταν δυνατόν να διαλαλεί το φανατισμό εναντίον της π.γ. Δημοκρατίας της Μακεδονίας με τη βοήθεια των ΜΜΕ, οι κατηγορίες και οι εξωτερικές και εσωτερικές πιέσεις προς τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για την αποπομπή του Αντώνη Σαμαρά θα γίνουν μια συνήθης πρακτική. Ο Α. Σαμαράς είχε υποκαταστήσει το ρόλο του Μητσοτάκη ως επίδοξου πρωθυπουργού και, γιατί όχι, ως επίδοξου εθνάρχη μετά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τις προφανείς πλέον επεκτατικές βλέψεις του στο έδαφος της γείτονας χώρας και τον ανοιχτό επεκτατικό πόλεμο που ξεκινούσε ο Μιλόσεβιτς. Εν τέλει, ο Αντώνης Σαμαράς τιμωρήθηκε για την αλαζονεία που επέδειξε στο πολιτικό συμβούλιο των αρχηγών κομμάτων στις 13 Απριλίου του 1992, όταν έθεσε ως όρο τα "Επτά Σημεία Προγράμματος Δράσης" της εξωτερικής πολιτικής απέναντι στα Σκόπια. Που αυτά τα σημεία δεν ήταν ακριβώς μια επιθετική πολιτική προς την κυβέρνηση του Γκλιγκόροφ, αλλά η εφαρμογή τους θα καθιστούσε την Ελλάδα όμηρο στην ικανοποίηση μιας υπέρμετρης προσωπικής φιλοδοξίας που υπαγορευόταν από το συναισθηματικό αλάνθαστο του Μεσσήνιου πολιτικού και συγγενή της Πηνελόπης Δέλτα, την υμνήτρια του Μακεδονικού Αγώνα. Τα "Επτά Σημεία Προγράμματος Δράσης" βρίθουν από άφθονες γραμματικές υποτακτικές προς την κυβέρνηση, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους αρχηγούς των κομμάτων, με άλλα λόγια τους υπαγόρευε επιτακτικά τη δική του πολιτική χωρίς περιθώρια συζήτησης.
Οπως αναφέρεται στα ρεπορτάζ της εποχής, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής του είπε: «Δηλαδή, εσύ θέλεις να ακολουθήσουμε την πολιτική σου;»[28] και του λέει να αποχωρήσει. Από τους αρχηγούς των κομμάτων, μόνο ο Ανδρέας Παπανδρέου αρκέστηκε να πει στον Αντώνη Σαμαρά ένα «γειά σας»[29].
[25] Αλ. Τάρκας, σελ 88-89
[26] Θάνος Βερέμης, Το πρότυπο διάλυσης μια χώρας, Καθημερινή 27.3.2008[27] Αλ. Τάρκας, σελ 346
[28] Ελευθεροτυπία, Η σύσκεψη του '92 και η αποπομπή του Σαμαρά, 9.4.2005
[29] Αλ. Τάρκας, σελ 285
Από Jungle Report
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου